Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Ο Μεσογαίας Κήρυκος (ΓΟΧ) διακήρυξε την αγιότητα των οσίων Χριστοφόρου του Παπουλάκου και Διονυσίου Κολλυβά (29.6.15)

"Ν": Το αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα Το Συναξάριο της Εκκλησίας. Θα το σχολιάσουμε στη συνέχεια.
 
Διακήρυξις Ὁσίων Χριστοφόρου Παπουλάκου καί Διονυσίου Κολλυβᾶ ὑπό τῆς Μητροπ. ΓΟΧ Μεσογαίας 

Εικ. από εδώ
          Ἀπό τήν 'Ιστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ΓΟΧ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς πληροφορούμεθα, ὅτι  "κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Μητροπολιτικῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀπό τήν Κυριακήν 29 Ἰουνίου 2015, εἰς τόν Ἐπισκοπικόν Ἱ. Ν. ἁγ. Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου Λαζαράτων Σφακιωτῶν Λευκάδος, θά συνεορτάζεται σύν Θεῷ  και ἡ Σύναξις τῶν νέων Ὁσίων καί Ὁμολογητῶν τῆς Πίστεως ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ τοῦ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΥ (+ 1862) καί ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ τοῦ ΚΟΛΛΥΒΑ  ( + 1887)".
          Ἀπό τό δημοσιευόμενο στήν συνέχεια ἔγγραφο προκύπτει, ὅτι ὁ Μητροπολίτης ΓΟΧ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς κ. Κήρυκος, προχώρησε στήν Διακήρυξη τῆς ἁγιότητος τῶν προαναφερομένων Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι θα τιμώνται ἐντός τῶν ὁρίων τῆς ποιμαντικῆς του ευθύνης. 
 
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
 
ἐπί τῇ Διακηρύξει ὑπό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικῆς τῆς ἁγιότητος τῶν Ὁσίων καί Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου (+ 1861) καί Διονυσίου τοῦ Κολλυβᾶ (+ 1887), Ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ἐπί τῆ θεσπίσει κοινῆς μετά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐτησίου ἑορτῆς αὐτῶν εἰς τον Ἱερόν Ναόν Ἁγίων Ἀποστόλων εἰς το χωρίον Λαζαράτων Σφακιωτῶν Λευκάδος.
 
          Α.Π. 659                                                                                    Ἐν Κορωπίω τῇ 28 Ἰουνίου 2015
 
          Παντί τῷ πληρώματι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικῆς τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Εκκλησίας. 
         Τιμιώτατοι Πατέρες καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά.
          Κατά τόν Ἱερόν Δαμασκηνόν οἱ Ἅγιοι εἶναι «οἱ ἔμψυχοι ναοί τοῦ Θεοῦ, τά ἔμψυχα τοῦ Θεοῦ σκηνώματα», τά ἱερά ἐκεῖνα πρόσωπα εἰς τά ὁποῖα «διά τοῦ νοῦ τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἐνώκησεν ὁ Θεός». [1] Ἄλλως, «τά πρόσωπα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα ἔχουν φθάσει εἰς τήν θέωσιν καί συνιστοῦν τούς μάρτυράς της μέσα εἰς τήν Ἱστορίαν». [2] Ὅμως ἡ θέωσις δέν ἐπιτυγχάνεται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μόνον καί ἀποκλειστικῶς ἐντός καί διά τῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο καί τά κριτήρια διαπιστώσεως καί διακηρύξεως τῆς ἁγιότητος εἶναι πάντοτε ἐκκλησιαστικά καί οὐδέποτε ἀνθρωποκεντρικά/κοσμικά.
          Ὁ ὅσ. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος διδάσκει σχετικῶς: «Μία εἶναι, Μία καί Μόνη ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία ἡ ἀληθινή, ἡ νύμφη ἡ καλή, ἡ ἐκλεκτή…Ποία εἶναι αὐτή; Αὐτή ἡ ἐδική μας ἁγία Μήτηρ, τοῦτ’ ἔστιν ἡ Ἀνατολική. Πόθεν δῆλον; Ἀπό τήν ἁγιότητα τῶν τέκνων Της. Ἁγία ἡ ρίζα, ἅγιοι καί οἱ καρποί. Ἐπειδή οὐ δύναται δένδρον σαπρόν ποιεῖν καρπούς καλούς. Δέν πιστεύετε; Ἐξαριθμήσομαι αὐτούς καί ὑπέρ ἄμμον θαλάσσης πληθυνθήσονται». [3].
          Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος (1660 – 1669), εἰς τήν ἀπάντησί του πρός τούς Παπικούς τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦσαν τήν ἀνάξειξιν Ἁγίων εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054, θέτει ὡς πρώτην, βασικήν καί ἀπαραίτητον προϋπόθεσιν γνήσιας καί ἀληθινῆς ἁγιότητος, τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν, δηλαδή τήν μετοχήν εἰς τό σῶμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Γράφει σχετικῶς:
          «Τρία θεωροῦνται τά μαρτυροῦντα τήν ἀληθῆ ἐν ἀνθρώποις ἁγιότητα. Πρῶτον Ὀρθοδοξία ἄμωμος, εἶτα ἀρετῶν κατόρθωσις ἁπασῶν - ἐν αἷς ἕπεται ἡ περί τήν Πίστιν μέχρις αἵματος ἀντικατά-στασις - καί ἡ παρά Θεοῦ, τέλος, ἐπίδειξις σημείων ὑπερφυῶν καί θαυμάτων. Τό πρῶτον ἐστι καί εἰς σωτηρίαν ἀναγκαιότατον. Τό δεύτερον εἰς ἁγιωσύνης χαρακτῆρα. Ἀλλά καί τό τρίτον ἀναγκαιότατον καὐτό εἰς ἀπόδειξιν». [4]
          «Τό κείμενο αὐτό - γράφει σύγχρονος Πανεπιστημιακός Καθηγητής - γραμμένο μετά ἀπό δεδομένη Δυτική πρόκληση καί διεπόμενο ἀπό τήν σαφή βούληση νά διασταλεῖ ἡ Ὀρθόδοξη πράξη ἀπό τήν Δυτική παραχάραξη, εἶναι σημαντικότατο γιά τήν θεολογική πληρότητά καί σαφήνειά του. Διαφοροποιεῖ ἀφ’ ἑνός τήν ἀληθή ἀπό τήν ὑποτιθέμενη («σεσοφισμένη», πρβλ. Β’ Πέτρου 1, 16) ἁγιότητα καί ἀφ’ ἑτέρου ἐντοπίζει τήν πιστοποίηση τῆς ἁγιότητος στή θεία καί ὄχι στήν ἀνθρώπινη πλευρά». [5]
          Εἰς τό Ὑπόμνημα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων ἀναγινώσκομεν:
       «Ἅπαντα ἑορτάζομεν, ὅσα ἀγαθοδότως ἡγίασε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· λέγω δή τούς ὑψηλοτάτους καί ἁγιαστικούς Νόας, τά ἐννέα δηλαδή Τάγματα· τούς Προπάτορας καί Πατριάρχας· τούς Προφήτας καί τούς Ἱερούς Ἀποστόλους· τούς Μάρτυρας καί τούς Ἱεράρχας· τούς Ἱερομάρτυρας καί Ὁσιομάρτυρας· τούς Ὁσίους καί Δικαίους καί ἁπάσας τάς τῶν ἁγίων Γυναίων χορείας· καί τούς ἄλλους Ἅπαντας ἀνωνύμους Ἁγίους, μεθ' ὧν ἔστωσαν οἱ ἐπιγενησόμενοι». [6]
          Εἰς τούς «ἐπιγενησομένους», εἰς τούς Ἁγίους, δηλαδή, οἱ ἀνεδείχθησαν μετά τήν συγγραφήν τοῦ Ὑπομνήματος (14ος αἰ.), περιλαμβάνονται μεταξύ πολλῶν ἄλλων καί οἱ Ὅσιοι καί Θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν Χριστοφόρος ὁ Παπουλάκος καί Διονύσιος ὁ Κολλυβᾶς, οἱ ὁποῖοι πέραν τοῦ ἐπιδειχθέντος ἁγίου βίου των, ἀνεδείχθησαν καί Ὁμολογηταί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως κατά τήν ἐποχήν των, τήν ἐξαιρετικῶς δύσκολον διά τό Ἑλληνικόν Ἔθνος καί τήν Ἐκκλησίαν του ἐποχήν τῆς Βαυαροκρατίας.
          Περί τοῦ Ὁσίου Χριστοφόρου ἀρκεῖ ὁ λόγος περί αὐτοῦ συγχρόνου ἐκκλησιαστικοῦ συγγραφέως ["Ν": πρόκειται όχι για κάποιον τυχαίο, αλλά για το μητροπ. Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη, όπως φαίνεται στην υποσημείωση]: «Μία ἐκ τῶν μυρίων ἀποδείξεων τῆς θαυματουργούσης Πίστεως εἶναι ὁ Παπουλάκος. Τί ἦτο ὁ Παπουλάκος; Ἀρχιεπίσκοπος; Μητροπολίτης; Διευθυντής Άποστολικῆς Διακονίας; Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς; Ἱεροκήρυξ; Ἐφημέριος πλουσίας ἐνορίας πόλεως; Εἶχε πτυχία καί διπλώματα καί σπουδάς τοῦ ἐξωτερικοῦ; Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Ὁ Παπουλάκος ἦτο ἕνας ἁπλούς μοναχός, ἐλαχίστων γραμματικῶν γνώσεων, ἀλλ’ ὅ,τι ἔπραξεν ὑπέρ τοῦ λαοῦ, ὑπέρ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, δέν ἠδυνήθησαν νά πράξουν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι καί θεολόγοι τῆς ἐποχῆς του. Φαινόμενο, φαινόμενο μετέωρον, ἀστήρ πού ἐσελάγισεν εἰς τόν οὐρανόν τῆς Ἑλλάδος! Νεώτερος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ὁ Παπουλάκος. «Πίστει» (Ἑβρ. 11,3 κ. ἑ.) καί μόνον πίστει ἀνεδείχθη». [7]
          Ὁ Ὅσιος Μοναχός διεκρίθη «εἰς τά τῆς ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας ἡρωϊκά ἀγωνίσματα καί παθήματα αὐτοῦ καί διά τόν ὁσιοπρεπή καθόλου βίον αὐτοῦ».[8] Ὅμως, διά τούς ἀγώνας του ὑπέρ τῆς Πίστεως, τούς ὁποίους ἐνεπνεύσθη ὑπό τοῦ ἐθνεγερτικοῦ κηρύγματος ἄλλου Προμάχου τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ Κοσμᾶ Φλαμιάτου, ὁ μακάριος μοναχός ἐδιώχθη ὑπό τῆς τότε Ἱερᾶς Συνόδου («Σύνοδον Γραμματέων καί Φαρισαίων, εὐτελέστατον ὄργανον τοῦ κράτους» [9]). Ἀρχικῶς τοῦ ἀπαγορεύθηκε τό κήρυγμα καί «ὡς μή πειθαρχήσας» συνελήφθη κατόπιν προδοσίας, ἐφυλακίσθη εἰς τάς φοβεράς φυλακάς τοῦ Ρίου καί τελικῶς ἐξορίσθη εἰς τήν Θήραν ἀρχικῶς καί εἰς τήν Ἄνδρον τελικῶς, ὅπου φρουρούμενος εἰς κελλίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναχράντου μετέστη πρός Κύριον, τήν 18ην Ἰανουαρίου 1861.
          Ὁ Διδάσκαλος τοῦ Γένους Ὅσιος Διονύσιος ὁ Ἐπιφανιάδης, ὁ νεοφανὴς ἀσκητὴς τῆς Σκιάθου, ὑπῆρξεν λόγιος κληρικός, χρηματίσας διδάσκαλος ἐν Πάρῳ καί ἐν ΚΠόλει, σύμβουλος τῶν Πατριαρχῶν Γρηγορίου Στ’ καί Ἀνθίμου Ζ’. Καθοδηγητής τῶν διαπρεπῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων λογοτεχνῶν Ἀλ. Παπαδιαμάντη καί Ἀλ. Μωραϊτίδη, διέπρεψεν ὡς Ἡγούμενος, ἱδρυτής καί ἀναστηλωτής μονῶν (ἐν Σκιάθῳ, Ὕδρᾳ καί Σύρῳ). Προηγουμένως ἐμαθήτευσεν ἐν Ἁγίῳ Ὄρει, εἰς τήν Ἱεράν Μονήν ἁγ. Παντελεήμονος, ὅπου ἐδέχθη τό Μέγα καί Ἀγγελικόν Σχῆμα καί τήν Ἱερωσύνην καί ἀνεδείχθη συνεχιστής τοῦ ἔργου τῶν Κολλυβάδων Πατέρων. Διέλαμψεν ὡς φωστὴρ εὐσεβείας, χρηστοηθείας καὶ ἐλεγκτικοῦ κηρύγματος. Εἰρηνικός, εὐχόμενος, νήφων, ἱλαρὸς δότης, ἐλεήμων, φιλόξενος καὶ πλήρης Ὀρθοδόξου φρονήματος, ἀνεδείχθη ἐφάμιλλος τῶν πάλαι Ὁσίων Πατέρων, διὸ καὶ ἠξιώθη προορατικοῦ καὶ διορατικοῦ χαρίσματος. Δι’ αὐτόν ἐλέχθη, ὅτι «ἐάν ἐγεννᾶτο πρό τοῦ δ’ αἰῶνος θα ἦτο Μάρτυς, ἐάν μετά τόν δ’ Ὅσιος». [10]
          Ἤσκησε μετ’ ἐνθουσιασμοῦ το διδασκαλικόν ἔργον, τροφοδοτῶν τήν πίστιν, τήν ἑλληνομάθειαν καί τήν φιλοπατρίαν τῶν ὑποδούλων Ἑλλήνων. Συμμετεῖχε εἰς τούς ἀπελευθερωτικούς ἀγώνας τῆς Πατρίδος καί διεκρίθη ὡς συγγραφεύς ἱστορικῶν, φιλοσοφικῶν, ποιητικῶν καί ὑμνογραφικῶν ἔργων.
          Διὰ τοὺς ἐλεγκτικοὺς αὐτοῦ λόγους πρὸς τὸν τότε Βασιλέα Ὄθωνα καί τούς Βαυαρούς Ἀντιβασιλεῖς, ἐξωρίσθη εἰς Ὕδραν καὶ Θήραν.
          Ἐκοιμήθη εἰρηνικῶς τήν 30ην Δεκεμβρίου 1887, τιμᾶται ὡς Ἅγιος ὑπό τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, διδάσκει διά τοῦ βίου καί τῶν διδαχῶν του καί θαυματουργεῖ.
          Οἱ δύο ἱεροί ἄνδρες Χριστοφόρος καί Διονύσιος συνηντήθησαν ἐξόριστοι εἰς τήν Ἱεράν Μονήν Προφήτου Ἠλιοῦ Θῆρας, ὅπου καί οἱ δύο ἤσκησαν κηρυκτικήν δραστηριότητα ἐπ’ ἀγαθῷ τοῦ λαοῦ, ὥστε ἡ μνήμη των νά ἔχει ἐπιβιώσῃ μέχρι σήμερον ἀγαθή ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ πληρώματι. Τά Λείψανά των τιμῶνται ὡς ἅγια· ἱεραί εἰκόνες των ἔχουν ἀπό πολλοῦ φιλοτεχνηθεῖ· Ἀκολουθίαι πρός τιμήν των εὑρίσκονται ἤδη εἰς τήν διάθεσιν τῶν φιλαγίων καί φιλακολούθων πιστῶν. Μένει ἡ ἐπίσημος ἀποδοχή τῆς κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς γνώμης ὑπό τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, ἡ Πανορθοδόξω Συνοδικῇ διαγνώμῃ διακήρυξις τῆς ἁγιότητος αὐτῶν καί ἡ ἐγγραφή τῆς μνήμης των εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας.
         Ἤδη πρό 63 ἐτῶν, ἐγράφετο προφητικῶς διά τόν Ὅσιον Χριστοφόρον: «Παπουλάκος! Τύπος ἀποστολικοῦ Ἱεροκήρυκος. Παπουλάκος! Θρύλος. Παπουλάκος! Σύνθημα ἀγώνων. Παπουλάκος! Ἅγιος. Ἄς τιμηθεῖ, λοιπόν, τό ὄνομά του πρεπόντως. Καί ἐἀν ἡ ἐπίσημος Ἐκκλησίας θελήσει νά ἐπιμείνῃ εἰς τήν ἄδικον κατ’ αὐτοῦ ἀπόφασιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ 1852, ἡ Ὀρθόδοξος Ἑλληνική κοινωνία ἄς κινηθῇ διά νά ἀποδώσῃ τήν τιμήν… (Διότι) δυστυχῶς καί μετά τόσα ἔτη ἐλευθέρου βίου, κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ὁ Καίσαρ, τό Μασονικόν Κράτος, τό ὁποῖον ἐκδίδει νόμους καταργοῦντας τούς νόμους τῆς Καινῆς Διαθήκης καί οἱ Ἐπίσκοποι παρίστανται ὡς ἁπλοῖ ὑπηρέται καί εὐτελεῖς διεκπεραιωταί τῶν θελήσεων τοῦ Κράτους». [11]
          Ὅθεν
ΕΠΟΜΕΝΟΙ
 
τῆς αἰωνοβιότου πράξεως τῆς Ἐκκλησίας συμφώνως πρός τήν ὁποίαν, κριτήριον διά τήν διακήρυξιν τῆς ἁγιότητος ἑνός Ἁγίου εἶναι ἡ συνείδησις τοῦ πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ὁποίας ἀνεδείχθη ὁ νέος Ἅγιος καί ἀποδεχόμενοι καί ἐκφράζοντες τήν κρίσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος τῆς καθ’ ἡμᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κρίσις ἀναγνωρίζει τούς θεοφιλῶς ζήσαντας καί ὁσιακῶς τελειωθέντας Πατέρας Χριστοφόρον Παπουλάκον καί Διονύσιον Κολλυβάν ὡς Ἁγίους, καί
 
ΛΑΒΟΝΤΕΣ ΥΠ’ ΟΨΙΝ
 
καί τήν ἀπό 27ης Ἰουλίου τ. ἔ. 2010 σχετικήν ἀπόφανσιν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς ἁπανταχοῦ Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποίαν «ἡ ἐγγραφή ἑνός ἱεροῦ προσώπου εἰς τό ἑορτολόγιον τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν Ὁποίαν ἀνῆκει, καθώς καί ἡ ρύθμισις τῶν ἐπί μέρους λεπτομερειῶν, ἐπαφίενται εἰς τήν ποιμαντικήν διάκρισιν τῶν ἐπιχωρίων Ἐπισκόπων»,
 
ΘΕΣΠΙΖΟΜΕΝ
 
ὅπως ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἐξῆς, οἱ Ὅσιοι Χριστοφόρος καί Διονύσιος, συναριθμοῦνται τοῖς Ἁγίοις τῆς Ἐκκλησίας, τιμώμενοι παρά τῶν πιστῶν κατά τά προβλεπόμενα ὑπό τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, ἤτοι δι’ ἀφιερώσεως ναῶν εἰς τήν μνήμην αὐτῶν καί δι’ ἁγιογραφήσεως ἱερῶν αὐτῶν εἰκόνων καί διά τῆς φιλοπονήσεως πρός τιμήν των Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί διά τῆς ἐκδόσεως τοῦ Βίου αὐτῶν, πρός οἰκοδομήν τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί δόξαν τοῦ ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ θαυμαστοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ὁ μέν Ὅσιος Χριστοφόρος τῇ 18η μηνός Ἰανουαρίου, ὁ δέ Ὅσιος Διονύσιος τῇ 30η μηνός Δεκεμβρίου.
          Τά δέ Λείψανα αὐτῶν, τιμηθέντα δι’ εὐωδίας, κατά τήν Πατερικήν διδασκαλίαν καί γνώμην[12] τιμῶνται ἀπό τοῦ νῦν ὡς Λείψανα ἱερά καί ἅγια.
         Ἐπί τούτοις θεσπίζομεν, ὅπως ἀπό τοῦ νῦν ὁ Ἱερός Ναός Ἁγίων Ἀποστόλων Λαζαράτων Λευκάδος, τιμᾶται καί  ἐπ’ ὀνόματι τῶν Ὁσίου Χριστοφόρου τοῦ Παπουλάκου και Ὁσίου Διονυσίου τοῦ Κολλυβά καί   ἑορτάζεται ἀπό κοινοῦ ἡ μνήμη των μετά τῶν Ἁγίων Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου και Παύλου.
 
          Αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
 
Διάπυρος πρός Κύριον εὐχέτης
 
+ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ
 
[1] Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις  ἀκριβής  τῆς  Ὀρθοδόξου  Πίστεως», PG 94, 1164Β – 1168C.
[2]  Πρωτ. Γ. Μεταλληνοῦ, «Ἁγιότης Μαρτυρουμένη», Λευκωσία  1989, σελ. 4. 
[3] Ὁσ. Ἀθανασίου  τοῦ  Παρίου, «  ἅγ. Γρηγόριος    Παλαμᾶς  καί  ὁ Ἀντίπαπας», Θεσσαλονίκη  1981, σελ. 258. 
[4] «Πρός  τάς  προσκομισθείσας  θέσεις  παρά  τῶν  ἐν Ἱεροσολύμοις  φρατόρων, διά  Πέτρου  τοῦ  αὐτῶν  μαϊστορος, Περί  τῆς  ἀρχῆς  τοῦ  Πάπα  ἀντίρρησις», Ἰάσιο  1682, σελ. 201. Πρβλ. Εὐγενίου  Βουλγάρεως, «Πρός  Πέτρον Κλαίρκιον - Περί  τῶν  μετά  τό  σχίσμα  Ἁγίων  τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἀνατολικῆς  Ἐκκλησίας  καί  τῶν  γονομένων  ἐν  αὐτῆ  θαυμάτων», 1844, σελ. 6.
[5] π. Γ. Μεταλληνοῦ  αὐτ. σελ. 6 - 7.
[6] Νικηφόρου Καλλίστου  τοῦ  Ξανθοπούλου, Ὑπόμνημα  Κυριακῆς  Ἁγίων  Πάντων.
[7]Αὐγουστίνου Καντιώτου, 1968 κ. ἑ. Μητροπ. Φλωρίνης (Ν.Ε.), Περιοδικόν «Χριστιανική Σπίθα», φ. 137, Δεκ. 1952.
[8] Κ. Μ. Ραλλη, «Περί τῆς τῶν Ἁγίων ἀνακηρύξεως»· Ἑκατονταετηρίς Ἐνθικοῦ καίΚαποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, 1837‐ 1937· Ἐπιστημονικαί συμβολαί. Ἀθῆναι, σελ. 20‐21.
[9] Αὐγουστίνου Καντιώτου, αὐτ.
[10] Ἀλ. Παπαδιαμάντης.
[11] Αὐγ. Καντιώτου αὐτ.
[12] Πρβλ. ἁγ. Νικοδήμου  τοῦ    Ἁγιορείτου: «Εἶναι  γνώμη  τῶν  διδασκάλων  τῆς  Ἐκκλησίας  μας, ὅτι  τῶν  μέν  Ὁσίων  τά  Λείψανα  δέν προσκυνοῦνται  ὡς  ἅγια, ἄν    Θεός  δέν  ἀποδείξη  δι’ αὐτῶν  θαύματα    τό  ὀλιγώτερον  τά  τιμήση  διά  τῆς  εὐωδίας, μέ  τό  νά  μήν  εἶναι  ἀποδεδειγμένα  εἰς  τούς  ἀνθρώπους    ἐν  κρυπτῶ  πίστις  καί  ἀγάπη  αὐτῶν  πρός  τόν  Θεόν» («Νέον  Μαρτυρολόγιον», σημ. σελ. 24).
 
***
"Ν": Από εδώ αναδημοσιεύουμε και το παρακάτω.
 
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΔΙΑΚΗΡΥΧΘΗΚΑΝ ΟΙ ΟΣΙΟΙ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΚΟΛΛΥΒΑΣ

Καθηγητή Νικήτα Αμβροσιάδη

Από δημοσιεύματα στο Διαδίκτυο (kirykos.livejournal.com και churchsynaxarion.blogspot.com) πληροφορηθήκαμε, ότι ο Παλ/της Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Κήρυκος (του ευρύτερου χώρου των Ματθαιϊκών Παλαιοημερολογιτών), προχώρησε στη διακήρυξη της αγιότητας των Οσίων Χριστοφόρου Παπουλάκου και Διονυσίου Κολλυβά, κάτι που έπρεπε να έχει κάνει η κρατούσα Εκκλησία της Ελλάδος εδώ και πολλές δεκαετίες.
Αν και ο εν λόγω Αρχιερεύς εκφράζει ένα μικρό μέρος των Ελλήνων Παλαιοημερολογιτών, η πράξη του αυτή έχει πολύ μεγάλη ποιμαντική και ιστορική σημασία, διότι:
Α. Εκφράζει το εκκλησιαστικό πλήρωμα, την συνείδηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο κλίμα της Οποίας γεννήθηκαν, ανδρώθηκαν, ομολόγησαν την Πίστη και ουσιαστικά μαρτύρησαν γι’ αυτήν  και τελικά αγίασαν οι δύο Όσιοι.
 Β. Ο εν λόγῳ Επίσκοπος βρίσκεται σε κοινωνία με τοπικές Παλ/κές Εκκλησίες στη Ρωσία, Ρουμανία, Κύπρο και Κένυα και προεδρεύει Συνόδου 7 συνολικά Αρχιερέων·  έτσι η μνήμη των νεοφανών αυτών Οσίων Πατέρων της καθόλου Ορθοοδόξου Εκκλησίας, θα διαδοθεί και στις χώρες αυτές.
Μας προξενεί λύπη το γεγονός, ότι η διοικούσα Εκκλησία (Οικουμενικό Πατριαρχείο και Εκκλησία της Ελλάδος), δεν έχει προχωρήσει ακόμη  σε ανάλογη πράξη, κάτι που ασφαλώς θα είχε άλλο ποιμαντικό κύρος και άλλη ιστορική και σημειολογική βαρύτητα. Όμως η διοικούσα Εκκλησία, όχι μόνο  στο πρόσωπο ωρισμένων Μητροπολιτών της, αλλά και σε επίπεδο επίσημης πολιτικής,  συνεχίζει την δουλοπρέπεια της Βαυαροκρατίας, παρά το γεγονός ότι οι Όσιοι Χριστοφόρος και Διονύσιος «τώρα δικαιώνονται» (μάλλον από ετών έχουν δικαιωθεί). Τώρα που ο λαός μας βιώνει ένα στιγνό καθεστώς ξενοκρατίας (σε πρώτη φάση οικονομικής και να φυλάξει ο Θεός να μην χαθεί και η εθνική κυριαρχία), οι Όσιοι είναι εξαιρετικά επίκαιροι, διότι το «κινδυνευόμενον» πέραν των υλικών είναι «από αιώνος» τα πευματικά, «αυτή αύτη» η Ορθόδοξη Πίστη, την οποία βίωσαν οι Όσιοι, κήρυξαν και μετέδωσαν και για την οποία τελειώθηκαν ως Ομολογητές, ο δε Παπουλάκος και ως Μάρτυρας.
Προσωπικά δεν περιμένω από τους Έλληνες Επισκόπους (εκτός ολίγων εξαιρέσεων βέβαια) τίποτα, πέραν της χλιδάτης και πομπόδους χοροστασίας σε πανηγύρια. Μου αρκούν και με εκφράζουν όσα γράφει ο Καθηγητής Χρήστος Γιανναράς σε πρόσφατο άρθρο του. Όλοι γνωρίζουμε τι ποιότητα ανθρώπινων χαρακτήρων υπάρχει στο Επισκοπικό σώμα.  Το «yes men» («ναι σε όλα») των πολιτικών προς τα ξένα κέντρα αποφάσεων, ισχύει και στους Αρχιερείς, με το «ναι σε όλα» προς τον εκάστοτε Πατριάρχη ή Αρχιεπίσκοπο. Οπότε, εφ’ όσον οι Πατριάρχες και Αρχιεπίσκοπου είναι λόγῳ βίου και Πίστεως αντίθετοι προς τους Αγίους του Θεού, γιατί να τους διακηρύξουν;
Το Επισκοπικό σώμα έχει πάψει από πολλού να εκφράζει το εκκλησιαστικό σώμα. Μειοδοσία στην Πίστη (Οικουμενισμός), ηθικός εκφυλισμός (σε σημείο να δικαιώνεται ο π. Ιω. Ρωμανίδης που είπε, ότι «η Εκκλησία κινδυνεύει από τον Κιναιδισμό»), παιχνίδια εξουσίας πάνω σε έναν λαό που χρειάζεται επανευαγγελισμό, αγιομαχία (όπου  δεν συμφέρει τις νέες εκκλησιολογικές τάσεις) ή αγιοκατατάξεις (όπου συμφέρει το παγκάρι), πλουτισμός σε βάρος ενός ποιμνίου που εξαθλιώνεται, Επίσκοποι/Πρίγκιπες χειρότεροι του Τσαρικού καθεστώτος.
Τι να περιμένει  κανείς από τέτοιου είδους ανώτερους ρασοφόρους υπαλλήλους της Ελληνικής Δημοκρατίας; Την αναγνώριση της πτωχείας του εθνεγέρτου Παπουλάκου; Ή την διακονία των Ελληνικών Γραμμάτων, όπως την άσκησε ο Διονύσιος;
Θα ήταν εξαιρετικά παράξενο αν η εκκλησιαστική μας ηγεσία άκουγε την φωνή του ποιμνίου της (κληρικών και λαϊκών) ή τουλάχιστον έβλεπε, ότι η τιμή των εν λόγῳ  Οσίων Πατέρων, παρά την δική της σιγή, έχει διαδοθεί στα πέρατα της οικουμένης, όπου υπάρχει ελληνορθόδοξο στοιχείο και οι Όσιοι τιμώνται ήδη από τον λαό μας, όπως η εκκλησιαστική τάξη και πράξη προβλέπει (με ναούς, εικόνες και ακολουθίες). Ή ότι τα Λείψανά τους τιμώνται ως άγια  και έχουν ήδη διασπαρεί, «προς ευλογίαν των πιστών».
Ο Μητροπ. Θήρας Επιφάνιος, σε επιστολή του προς τον σφόδρα πολέμιο του Παπουλάκου Μητροπ. Ηλείας Γερμανό, γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ουδέποτε εφαντάσθην, άγιε Ηλείας, ότι έμελλόν ποτε να απολογηθώ, διότι ο ευσεβής κλήρος και λαός της Μητροπόλεώς μου υπολήπτεται και διαφερόντως ευλαβείται τον Χριστοφόρον, δια την γόνιμον και καρποφόρον εν Θηρα κηρυκτικήν του δράσιν. Θα ήμην μάλιστα ο τελευταίος, όστις θα απέτρεπον το ποίμνιόν μου του να αποδίδη τιμήν εις άνδρα Χριστιανόν Ορθόδοξον και βεβαπτισμένον, έχοντα συνείδησιν των εαυτού πράξεων επιδείξαντα θαρραλέαν εμμονήν εις την χριστιανικήν πίστιν, διαπρύσιον κήρυκα του Ευαγγελίου, «διακριθέντα εις τα υπέρ της Ορθοδοξίας ηρωϊκά αγωνίσματα και παθήματα αυτού και τον οσιοπρεπή καθόλου βίον αυτού» και μάλιστα ασυμβίβαστον και δια τούτο διωχθέντα αποινώς, συκοφαντηθέντα και περιορισθέντα υπό της τότε Ιεράς Συνόδου, διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις αυτής».
Η ενέργεια του Παλ/του Μητροπ. Κηρύκου (χωρίς να γνωρίζω τον άνδρα), καταγράφεται ήδη από την Ιστορία. Αλλά και ο λαός του Θεού δεν παραμένει αδιάφορος. Ήδη, όπως πληροφορούμαι, κάποιοι Χριστιανοί (του Νέου Hμερολογίου μάλιστα), προτίθενται να διαθέσουν στη Μητρόπολή του, οι μεν οικόπεδο στην περιοχή Καλαβρύτων για την ανέγερση Ναού του οσ. Χριστοφόρου (ο κ. Κων. Κατσιάρης, Πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Συλλόγων «Ο αρχαῖος Κλείτωρ», ο  οποίος  σύρεται στα Δικαστήρια από τον Μητροπ. Ηλείας (!!!), επειδή δέχεται την αγιότητα του Παπουλάκου), οι δε προσωπική εργασία για την ανέγερση του Ναού  (ο  κ. Παν. Σουλελές, πρ. Πρόεδρος του Συλλόγου Αγιονικολαϊτών Κλειτορίας  και άλλοι).
Λυπούμεθα, αλλά δεν απαγοητευόμεθα. Ελπίζουμε στο άμεσο μέλλον να ελεήσει ο Θεός την Εκκλησία Του και να αναδείξει Μάρκους Ευγενικούς και Γρηγορίους Παλαμάδες, όπως γράφει ο νεοδιακηρυχθείς Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, σε κείμενο που επανέφερε στη δημοσιότητα (προς τιμή του) ο Μητροπ. Γόρτυνος Ιερεμίας. 

"Ν": Τα σχόλιά μας:

Συμφωνούμε ότι η καθ' ημάς Εκκλησία (ν.ημ.) έχει καθυστερήσει πάρα πολύ (ας μη γράψω "ανεπίτρεπτα") την αγιοκατάταξη του οσίου Χριστοφόρου του Παπουλάκου (τον όσιο Διονύσιο ομολογώ την αμάθειά μου, ότι δεν τον γνώριζα). Το αίτημα της συνειδητοποιημένης μερίδας του ορθόδοξου λαού μας υπάρχει. Και η καθυστέρηση ομοίως.
Η αγιοκατάταξη αυτή θα έστελνε ένα μήνυμα προς πολλές κατευθύνσεις. Μήπως όμως ακριβώς αυτό μας κάνει να την καθυστερούμε, από δισταγμό;
Ή μήπως - θα πουν κάποιοι - είναι δικαιολογημένος ο δισταγμός; Δεν ξέρω. Αν κάποιος ξέρει, ας μιλήσει.
Οι εκτιμήσεις του κ. Αμβροσιάδη για την κακή κατάσταση της Εκκλησίας του ν.ημ. θεωρώ πως είναι υπερβολικές, όμως θα πρέπει να τύχουν μεγάλης προσοχής από την Εκκλησία (ν.ημ.), γιατί δεν στερούνται αληθείας! Δε χρειάζεται να πω περισσότερα.
Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψιν ότι η Εκκλησία που καταδίκασε τον Παπουλάκο ήταν η τότε Εκκλησία, που έπασχε σοβαρά, όπως και η σημερινή. Πλην όμως, απ' όσο γνωρίζω, οι τότε άγιοι δεν "αποτειχίστηκαν", ούτε συνέπηξαν νέες ιερές συνόδους "γνησίων ορθοδόξων". Κι αυτό επίσης θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν από όλους τους ενδιαφερόμενους, το τονίζω δε γιατί όλους του σέβομαι και τους αγαπώ (δείτε και εδώ).
Ας γνωρίζουν, εξάλλου, όσοι φρονούν το αντίθετο, ότι στην καθ' ημάς Εκκλησία υπάρχουν πολλές αγωνιστικές φωνές και πολλοί σύγχρονοι ομολογητές της πίστεως, όχι μόνο απλοί κληρικοί, μοναχοί και ιερομόναχοι, αλλά και επίσκοποι.
Ήδη στα παραπάνω έχουν αναφερθεί οι μητροπολίτες Θήρας Επιφάνιος και Γόρτυνος Ιερεμίας, καθώς και ο μακαριστός μητροπ. Φλωρίνης Αυγουστίνος. Υπάρχουν κι άλλοι.
Δεν έχουμε πάει λοιπόν ακόμη "εις τόπον χλοερόν", όπως αντίστοιχα στις τάξεις του παλ. ημερ. δεν είναι όλα οσιακά και ρόδινα. Χρειάζεται αγώνας και μετάνοια, μετάνοια και αγώνας και στις δύο όχθες του ποταμού.
Πώς τολμώ να το γράφω αυτό, παρά την αναξιότητά μου - απορώ και ο ίδιος. Ας με ελεήσει ο Κύριος, καθώς και όλο τον κόσμο...
Τη σημασία της αγιοκατάταξης των οσίων από το μητρ. Κήρυκο (που εξαίρει ο κ. Αμβρ.) ας τη δείξει η Ιστορία εν καιρώ. Ευχόμαστε πράγματι να παίξει το ρόλο της, όντας όμως επιφυλακτικοί όσο διαρκεί το ημερολογιακό σχίσμα.
Ευχόμαστε επίσης οι άγιοι - και όλοι οι άγιοι, μαζί με την Παναγία μας - να βοηθήσουν στην άρση του σχίσματος και όλων των σχισμάτων που βασανίζουν την αγία Εκκλησία του Χριστού, ώστε η Ορθοδοξία να βαδίσει το δρόμο που Εκείνος θα ήθελε.
Αμήν.
Δικό μας αφιέρωμα στον όσιο Χριστοφόρο τον Παπουλάκο, διαβάστε παρακαλώ εδώ. Από εκεί και η εικόνα.
Εδώ για σχετική ημερίδα στα Τρόπαια Αρκαδίας.
Δείτε και την ενότητά μας περί Οικουμενισμού, παρακαλώ.
Ευχαριστώ.
Δόξα τω Θεώ.