Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες του ν.ημ. δεν έχουν απαρνηθή την Ορθόδοξο εκκλησιολογία

Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Βασιλείου Παπαδάκη «Το σχίσμα του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού», Μέρος Γ΄, Κεφ. Β΄ (ολόκληρο το βιβλίο εδώ). Επιλεγμένα αποσπάσματα εδώ.

Αποκλίσεις των Ορθοδόξων θεολόγων από την Ορθόδοξο εκκλησιολογία στά πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως

Η εκτροπή των Ορθοδόξων θεολόγων η οποία έχει αδιαμφισβήτητα σκανδαλίσει περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο τον Ορθόδοξο λαό, είναι η αποδυνάμωσις της αυτοσυνειδησίας τους, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία καί μόνο αποτελεί τήν Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Πράγματι, αρκετοί από τούς Ορθοδόξους που συμμετείχαν στην Οικουμενική Κίνησι, υποστήριξαν μία δέσμη απαραδέκτων θεολογικών θεωριών προκειμένου νά αποδείξουν τήν εκκλησιαστικότητα των διαφόρων αιρετικών Εκκλησιών· τήν άποψι δηλαδή, ότι οι αποκομμένες από τήν Ορθοδοξία -τό σώμα του Χριστού- Εκκλησίες βρίσκονται εντός των ορίων της Καθολικής Εκκλησίας70. Οι ανωτέρω Ορθόδοξοι θεώρησαν προφανώς, ότι η ένωσις των ετεροδόξων Εκκλησιών μέ τήν Ορθόδοξο θά επιτευχθή ευκολώτερα, εάν κατορθώσουν νά αποδείξουν, ότι οι Εκκλησίες αυτές είναι ισότιμα μέλη του σώματος του Χριστού με την Ορθοδοξία.
Είναι βέβαια γεγονός ότι οι ανωτέρω Ορθόδοξοι θεολόγοι ουδέποτε αποδέχθηκαν71 την πλέον ακραία θεωρία του Οικουμενισμού, την θεωρία των κλάδων, παρά το ότι η εν γένει επίδρασίς της στήν εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία τους είναι αισθητή. Κατά της θεωρίας των κλάδων έχουν εκφρασθή και οι Οικουμενικοί πατριάρχαι Δημήτριος72 και Βαρθολομαίος73 (κατά τήν απάντησί του πρός τήν Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, 13-6-1999), καθώς και ο τέως αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος74.
Ο ισχυρισμός των Γ.Ο.Χ. πως οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν αποδεχθή την ανωτέρω θεωρία, ότι δηλαδή «η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι μόνον ένας κλάδος του όλου δένδρου, ο οποίος μαζί με τους άλλους κλάδους των διαφόρων αιρέσεων αποτελούν ή θα αποτελέσουν στο μέλλον την Εκκλησία του Χριστού»75, είναι τελείως αναληθής. Καμμία Ορθόδοξος Εκκλησία δεν διανοήθηκε ποτέ να διακηρύξη τέτοια ασεβή φρονήματα, και γι᾿ αυτό οι Γ.Ο.Χ. Δεν έχουν να παρουσιάσουν ουδεμία σχετική απόδειξι ή μαρτυρία.
Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι καθολική υιοθέτησις της θεωρίας των κλάδων δέν σημαίνει απλά και μόνο αποδοχή της απόψεως, ότι οι αιρετικές Εκκλησίες βρίσκονται εντός Εκκλησίας, τελούν έγκυρα μυστήρια και αποτελούν ασφαλείς οδούς σωτηρίας. Κατά κύριο λόγο προϋποθέτει υιοθέτησι των απόψεων περί σημερινής ανυπαρξίας της Καθολικής Εκκλησίας και της θείας Αληθείας, καθώς καί περί πλήρους ισοτιμίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μέ όλες τίς προτεσταντικές ομολογίες ως πρός τήν κατοχή της Χριστιανικής Αληθείας. Οι απόψεις αυτές βέβαια είναι τελείως απαράδεκτες και καταδικάζονται από όλους τους Ορθοδόξους.
Αντιθέτως, πολλοί Ορθόδοξοι θεολόγοι φαίνεται να επηρεάσθηκαν σημαντικά από τήν παπική θεωρία των διϊσταμένων (αδελφών) Εκκλησιών76. Σύμφωνα μέ αυτήν, εκτός από τήν πραγματική Εκκλησία του Χριστού (τήν παπική) ως αληθείς Εκκλησίες (έστω ατελείς) με αποστολική διαδοχή και έγκυρα μυστήρια θεωρούνται επίσης λόγω τού κοινού βαπτίσματος και οι απεσχισμένες, αιρετικές Εκκλησίες, οι οποίες αποτελούν παράλληλες οδούς σωτηρίας με την Καθολική Εκκλησία.
Οι διάφορες οικουμενιστικές θεωρίες που εμφανίσθηκαν κατά τόν κ΄ αιώνα εντός του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί αδελφών Εκκλησιών, περί ευρείας Εκκλησίας, περί Εκκλησιών εκτός των Ορθοδόξων κανονικών ορίων, περί Εκκλησίας Χριστού εν τω συνόλω της, περί κοινού ή μοναδικού βαπτίσματος Ορθοδόξων - ετεροδόξων, περί δύο πνευμόνων της Εκκλησίας, περί ναρκισσευομένης Ορθοδοξίας, περί υπάρξεως αποστολικής διαδοχής και εγκύρων μυστηρίων στίς αιρετικές ομολογίες μαρτυρούν τήν επίδρασι της παπικής, περιεκτικής εκκλησιολογίας στήν Ορθόδοξο Ανατολική.
Πράγματι, ορισμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι εξέφρασαν μέσα στα πλαίσια των Θεολογικών Διαλόγων της Οικουμενικής Κινήσεως την πεποίθησι περί υπάρξεως «Εκκλησιών εκτός της αληθούς Ορθοδόξου Εκκλησίας... ένθα επεκτείνεται ανεμποδίστως η πανσθενουργός σωτήριος χάρις του Θεού»77. Τα χαρισματικά δηλαδή όρια της Μιάς Εκκλησίας δέν ταυτίζονται πάντοτε με τά κανονικά όριά της. Το βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδος -Ορθόδοξο ή ετερόδοξο- αποτελεί τον παράγοντα εκείνο, που οριοθετεί την Εκκλησία του Χριστού78. Ορθόδοξοι λοιπόν και ετερόδοξοι, εφόσον είναι βαπτισμένοι, ανήκουν στην ίδια ευρεία Εκκλησία παρά τις δογματικές διαφορές και τις ορατές διαιρέσεις τους79: «Όλοι οι Χριστιανοί με το ίδιον βάπτισμα εγίναμεν μέλη του σώματος του Χριστού, που είναι η Εκκλησία»80.
Φυσικό επακόλουθο των θεωριών της ευρείας Εκκλησίας και του κοινού - μοναδικού βαπτίσματος αποτελούν και οι οικουμενιστικές απόψεις ορισμένων Ορθοδόξων θεολόγων, ότι Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι συναποτελούν ένα και μοναδικό αδιαίρετο σώμα, μία οικογένεια, μία μοναδική Εκκλησία, την καθόλου Εκκλησία, τούς δύο πνεύμονας του σώματος του Χριστού: Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι «ανήκομε στην ίδια αυτή οικογένεια που είναι η Εκκλησία, Σώμα ζώντος Χριστού»81. «Η Ανατολή και η Δύσις αποτελούν τούς δύο πνεύμονας διά των οποίων αναπνέει η Εκκλησία. Η ενότης αυτών είναι ουσιώδης διά τήν υγιά ζωήν της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας»82.
Τέλος δεν είναι σωστό να παραλείψουμε και την πλέον συνηθισμένη κατά τίς τελευταίες δεκαετίες ορολογία των Ορθοδόξων που συμμετέχουν στην Οικουμενική Κίνησι προκειμένου να δηλώσουν την σχέσι της Ορθοδόξου με την παπική ή ακόμη και προτεσταντικές Εκκλησίες, δηλαδή την φράσι «αδελφές Εκκλησίες». Επεξηγώντας τον όρο αυτό Ορθόδοξος θεολόγος δήλωνε τα εξής: «Εφ’ όσον κανείς μέσω του Διαλόγου της Αγάπης και του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου ανακαλύψη και πάλι την αλήθεια, ότι είμεθα αδελφές Εκκλησίες - εφ’ όσον δηλαδή είμεθα πρόθυμοι νά αναγνωρισθούμε αμοιβαίως ως “Εκκλησίες” στήν πλήρη έννοια της λέξεως “Εκκλησία”...»83.
 
Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν έχουν απαρνηθή την αυστηρή Ορθόδοξο εκκλησιολογία

Είναι αναμφίβολο ότι οι ανωτέρω διακηρύξεις των Ορθοδόξων που συμμετείχαν στην Οικουμενική Κίνησι κάθε άλλο παρά Ορθόδοξες είναι. Παρά ταύτα πιστεύουμε, ότι δεν αποτελούν σε καμμία περίπτωσι επίσημη διακήρυξι αιρέσεως, καθώς δεν υιοθετήθηκαν ποτέ ως ακριβές φρόνημα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά παρέμειναν σποραδικές και άνευ συνοδικών εγκρίσεων απόψεις μεμονωμένων θεολόγων.
Ουδέποτε δηλαδή κάποια Τοπική Ορθόδοξος Εκκλησία διεκήρυξε επίσημα ότι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από την Ορθόδοξο Εκκλησία ή ότι οι ετερόδοξες Εκκλησίες, όπως π.χ. η παπική ή η μονοφυσιτική, ανήκουν στο σώμα της Καθολικής Εκκλησίας, έχουν αποστολική διαδοχή, ιερωσύνη, ιερά Μυστήρια και αποτελούν ισότιμες με την Ορθόδοξο Εκκλησία οδούς σωτηρίας. Όσο και αν ερευνήση κανείς, είναι αδύνατο νά ανακαλύψη τέτοιου είδους επίσημες διακηρύξεις.
Η Εκκλησία της Γεωργίας μάλιστα το 1999 σε σχετική συνοδική της απόφασι διεκήρυξε τελείως αντίθετες απόψεις χαρακτηρίζοντας την θεωρία περί «υπάρξεως της Ζωοπαρόχου Χάριτος πέρα των κανονικών ορίων της Εκκλησίας»84 ως αιρετική.
Τήν άποψί μας αυτή παραδέχονται άλλωστε και αρκετοί Γ.Ο.Χ., οι οποίοι υποστηρίζουν τα εξής: «Πρωτίστως δέν είναι ορθόν, αλλ᾿ ούτε καί δίκαιον, νά χαρακτηρίζεται και θεωρήται μία Τοπική Εκκλησία συνολικώς ως οικουμενιστική, επειδή ένας αριθμός, ενίοτε μάλιστα μικρός, κληρικών της είναι όντως Οικουμενισταί: αυτοί βεβαίως δέν ταυτίζονται μέ τήν τοπικήν Εκκλησίαν. Αι Τοπικαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι σήμερον είναι κατά βάθος αντι-οικουμενιστικαί· η αδράνεια τής σιωπώσης πλειοψηφίας δέν σημαίνει οπωσδήποτε συμφωνίαν και επιδοκιμασίαν των οικουμενιστικών πράξεων και διδασκαλιών. Δέν θά πρέπει νά λησμονήται, ότι καμμία Τοπική Εκκλησία δέν εκήρυξε συνοδικώς τό κύριον δόγμα του Οικουμενισμού ως πιστευτέαν καί αναγκαίαν διά τήν σωτηρίαν διδασκαλίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας· αλλ᾿ ούτε και πανορθοδόξως διεκηρύχθη ποτέ τούτο»85. Μετά από αυτή τήν ομολογία «τί έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» (Ματθ. κστ΄, 65).
Όπως μάλιστα θα δείξουμε κατωτέρω, (όταν δηλαδή θα αναφερθούμε στην αντίδρασι των αγίων Πατέρων σε παρόμοιες καταστάσεις), υπήρχαν και κατά το παρελθόν ορισμένοι Ορθόδοξοι κληρικοί, οι οποίοι διεκήρυτταν -καί μάλιστα έμπρακτα- απόψεις εφάμιλλες σε κακοδοξία με τις σημερινές, οικουμενιστικές. Ακόμη δηλαδή και μητροπολίται εξωμολογούντο στούς παπικούς, καπουτσίνους ιερομονάχους ή ανέθεταν σ᾿ αυτούς να εξομολογούν και να διδάσκουν τον Ορθόδοξο κλήρο και λαό εκφράζοντας έτσι την αντίθεσί τους προς την εκκλησιολογική, μυστηριολογική και σωτηριολογική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Παρά ταύτα οι άγιοι Πατέρες δεν θεώρησαν εξ αιτίας των μεμονωμένων αυτών ατόμων ολόκληρη την Ορθόδοξο Εκκλησία αιρετική ούτε διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Απλά προσπάθησαν μέ κάθε τρόπο να τους βοηθήσουν να κατανοήσουν τα λάθη τους και να τα διορθώσουν.
Τήν ανωτέρω άποψί μας ότι οι σποραδικές, ανεπίσημες και άνευ συνοδικών εγκρίσεων κακόδοξες διακηρύξεις και ενέργειες μεμονωμένων Ορθοδόξων δεν συνιστούν επίσημη διακήρυξι αιρέσεως και συνεπώς δεν αποτελεί λόγο διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους αποδέχονται ακόμη και οι πλέον ακραιφνείς Γ.Ο.Χ., οι οποίοι υποστηρίζουν τα εξής: «Εν όσω η πανάθεσμος προσθήκη, (του filioque) υπό τινων, σποράδην, εδώ και εκεί, κατά μέρος εψιθυρίζετο, έξω του θρόνου της Ρώμης, τότε οι Ανατολικοί, επειδή ήτο η κεφαλή της Ρώμης υγιαίνουσα και καθαρά, δεν εκινήθησαν παντάπασι»86. Η επί αιώνας δηλαδή σποραδική διακήρυξις της αιρέσεως του filioque από λατίνους θεολόγους ή ακόμη και από Τοπικές Λατινικές Συνόδους87 δεν απετέλεσαν για τους Ανατολικούς επαρκή λόγο για να διακόψουν την εκκλησιαστική κοινωνία με την Δύσι.
Απόλυτα σύμφωνος μέ τήν άποψί μας περί διαφοράς μεταξύ επίσημης κηρύξεως αιρέσεως και σποραδικής είναι και ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Σύμφωνα μέ δικούς του λόγους, ο Άγιος ζήτησε από τούς Λατίνους κατά την Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439) «εκβληθήναι την προσθήκην εκ του αγίου συμβόλου... ης εκβληθείσης συναπόλοιτο αν και η δόξα (η κακοδοξία του filioque), και ούτως καλόν αν ην ει ενούμεθα μετά τούτου του τρόπου· ει δέ και υπελείποντό τινες δοξάζοντες ταύτην τήν δόξαν, τούτο ουδέν αν ήν πρός τό καθόλου πλήρωμα της Εκκλησίας· μή κηρυττούσης γάρ αυτής αυτήν διά του συμβόλου, εσβέννυτο αν κατά μικρόν και από της πάντων διανοίας, ή καί μετ᾿ ολίγου κόπου η Εκκλησία κατήργει αν αυτήν»88.
Τήν εμμονή του στην Ορθόδοξο εκκλησιολογία διεκήρυξε και ο Οικουμενικός πατριάρχης Βαρθολομαίος ως κεφαλή της πρώτης τή τάξει Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως σε Επιστολή του προς την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους. Διά της Επιστολής του αυτής ο πατριάρχης απαντούσε ταυτόχρονα και στις διάφορες εναντίον του κατηγορίες των Γ.Ο.Χ. περί αποδοχής των οικουμενιστικών κακοδοξιών89 καί βλασφημίας κατά των αγίων Πατέρων90.
Ο πατριάρχης υποστήριξε μεταξύ άλλων, ότι το σώμα του Χριστού «είναι η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία»91, η οποία «είναι κάτοχος τής απολύτου εν Χριστώ και εν Αγίω Πνεύματι αληθείας»92. Ο πατριάρχης καταδίκασε επίσης την Ουνία, τό πρωτείο του πάπα, τις ποικίλες εκτροπές των Παπικών και τά νέα δόγματά τους προτρέποντάς τους να μετανοήσουν και να αλλάξουν τακτική: «Καί ούτω να ενωθήτε - ορθοδόξως φρονούντες και βιούντες- μέ τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, διά να αποκατασταθή η ενότης υμών μέ τήν Μίαν Εκκλησίαν, από της οποίας οι προπάτορες υμών απέσπασαν υμάς»93. Τέλος ο πατριάρχης ωμολόγησε ότι «η μεταξύ ημών (δηλαδή των ρωμαιοκαθολικών και των ορθοδόξων) απόκλισις διαρκώς μεγενθύνεται και ότι το τέρμα, εις το οποίον οδηγούν οι δρόμοι ημών προοιωνίζεται διαφορετικόν»94.
Ευχή κάθε πιστού είναι οι Ορθόδοξες αυτές αλήθειες να ομολογούνται με παρρησία και σαφήνεια από κάθε Ορθόδοξο επίσκοπο παραμεριζομένης κάθε είδους διπλωματικής διγλωσσίας. Άλλωστε, συμφωνούμε απολύτως με την άποψι, ότι δεν είναι σωστό να «μεταβάλλωμεν τον πνευματικόν χώρον της Εκκλησίας, χώρον απλότητος, παρρησίας, ευθύτητος και ειλικρινείας, εις χώρον κοσμικών φιλοφρονήσεων και διπλωματικών ευγενών αποκρύψεων, διά να διατηρηθή απλώς κλίμα ψευδούς ειρήνης και συμφιλιώσεως εις βάρος των αληθειών της πίστεως»95.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

70 Κυπριανού αγιοκυπριανίτου, Ορθοδοξία και Οικουμενική Κίνησις, σελ. 17.

71 Ιω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σελ. 270.

72 Εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος, φύλλο 796, σελ. 1.

73 Τίτου Θεοδώρου, Τό γράμμα και τό πνεύμα, σελ. 54.

74 Υπόμνημα περί Οικουμενισμού, σελ. 49.

75 Νικολάου Δημαρά, Περιοδικό Άγιοι Κολλυβάδες, τεύχος 28, σελ. 15.

76 Διάταγμα περί Οικουμενισμού, σελ. 7.

77 S. Bulgacov, παρά Γ. Γαλίτη, Η Εκκλησία και οι Εκκλησίες, εν περιοδικώ Γρηγόριος Παλαμάς, τεύχος 755, σελ. 543.

78 Περιοδικό Ορθόδοξος ένστασις και μαρτυρία, τεύχος 26-29, σελ. 35.

79 Ιω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σελ. 243.

80 Αθηναγόρα Κοκκινάκη, The Thyateira Confession, σελ. 204.

81 Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Περιοδικό Επίσκεψις, τεύχος 518, σελ. 15.

82 Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου, ένθ᾿ ανωτ. τεύχος 559, σελ. 6.

83 Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, ένθ᾿ ανωτ. τεύχος 488, σελ. 11-12.

84 Περιοδικό Ορθόδοξος Ενημέρωσις, τεύχος 32, σελ. 134.

85 Περιοδικό Ορθόδοξος ένστασις και μαρτυρία, τεύχος 1, 2000, σελ. 21.

86 Περί εκκλησιαστικής κοινωνίας και μνημοσύνου..., σελ. 62.

87 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 22, σελ. 343-344, 353-354.

88 Sylvestre Syropoylos, ένθ᾿ ανωτ. Τμήμα η΄, κεφ. λστ΄, σελ. 422-424.

89 Περιοδικό Άγιος Αγαθάγγελος, τεύχος 169, σελ. 2-3.

90 Θεοδωρήτου ιερομονάχου, Περιοδικό Εκκλησιαστική Παράδοσις, φύλλο 106, σελ. 11.

91 Εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος, φύλλο 1332, σελ. 5.

92 Ένθ᾿ ανωτ. φύλλο 1333, σελ. 1.

93 Ένθ᾿ ανωτ. φύλλο 1334, σελ. 1.

94 Ένθ᾿ ανωτ. φύλλο 1331, σελ. 1.

95 Θ. Ζήση, Ουνία - Νεώτερες εξελίξεις, σελ. 47.

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Ο Οικουμενισμός επί Τουρκοκρατίας και η αντίδραση των τότε αγίων...

Απόσπασμα από το βιβλίο του π. Βασιλείου Παπαδάκη «Το σχίσμα του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού», Μέρος Γ΄, Κεφ. Γ΄ (ολόκληρο το βιβλίο εδώ). Επιλεγμένα αποσπάσματα εδώ.

[Απόσπασμα από την αρχή του κεφαλαίου] Παρόμοιες ή ακόμη και χειρότερες από τις σημερινές καταστάσεις συνέβαιναν αναμφίβολα και παλαιότερα. Συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκαν αρκετές ενωτικές προσπάθειες με αιρετικούς, οι μεμονωμένες περιπτώσεις μυστηριακής διακοινωνίας και λειτουργικών συγχρωτισμών Ορθοδόξων - ετεροδόξων ήταν κάτι το σύνηθες -ιδίως σε ορισμένους τόπους και χρονικές περιόδους- ενώ συχνά ορισμένοι Ορθόδοξοι διεκήρυτταν απαράδεκτα φρονήματα, παρόμοια με τα σημερινά οικουμενιστικά.

Ο τρόπος με τον οποίο οι άγιοι Πατέρες αντιμετώπισαν τις ανωτέρω καταστάσεις, καθώς και η σχετική τους διδασκαλία καθορίζουν ως όρους διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας με τους επισκόπους μας προ συνοδικής κρίσεώς τους την ένωσι με τους εκτός Εκκλησίας αιρετικούς ή την επίσημη διακήρυξι κάποιας αιρέσεως.

Αντιθέτως, οι ενωτικές προσπάθειες με τους αιρετικούς, οι Θεολογικοί Διάλογοι μαζί τους ή η απλή ύπαρξις Φιλενωτικών, Λατινοφρόνων και γενικότερα κληρικών οι οποίοι διακρίνονταν για την άγνοια ως πρός τις σχέσεις τους μέ τούς ετεροδόξους, τήν αλλοίωσι του εκκλησιαστικού τους φρονήματος και τήν απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας, δεν αποτελούσε για τους Πατέρας λόγο διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους. Οι Πατέρες δηλαδή αγωνίσθηκαν μεν εναντίον τους με υποδειγματικό τρόπο, δεν ίδρυσαν όμως δικές τους Εκκλησίες Γ.Ο.Χ., όπως οι σημερινοί Ζηλωταί. [...]

ια΄. Αλλοίωσις του εκκλησιαστικού φρονήματος ορισμένων Ορθοδόξων κληρικών και περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων κατά τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας οι ενωτικές προσπάθειες με τους Λατίνους σχεδόν εξαλείφθηκαν. Οι δυσχερείς όμως περιστάσεις εκείνης της εποχής σέ συνδυασμό με την σκληρή Δυτική προπαγάνδα αποδυνάμωσαν σημαντικά τις αντιστάσεις του υποδούλου, Ορθοδόξου κλήρου και λαού, που διατελούσε σε άκρα αμάθεια και σκότος.
Πλήθος μαρτυριών εκείνης της περιόδου φανερώνουν, ότι συνέβαιναν -όπως και στους πρώτους αιώνας της β΄ χιλιετίας- αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων, ιδίως σε περιοχές της Ελλάδος, στις οποίες είχαν ιδρυθή «παπικαί κοινότητες μετά επισκοπών, μοναστηρίων και μοναχικών ταγμάτων»276. Οι περιπτώσεις αυτές καταδεικνύουν τήν άγνοια και τήν σύγχυσι ορισμένων Ορθοδόξων κληρικών ως προς τις σχέσεις τους με τους ετεροδόξους, τήν αλλοίωσι του εκκλησιαστικού τους φρονήματος και την απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας τους.
Πράγματι, η πάγια τακτική των Ορθοδόξων να λαμβάνουν την Θεία Ευχαριστία από τους Λατίνους και το αντίστροφο -κυρίως στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου- μαρτυρεί ότι είχε χαθή η συνείδησις, πως το Μυστήριο αυτό διαστέλλει την Ορθόδοξο Εκκλησία από τα αιρετικά εκκλησιαστικά σχήματα. «Εκ των Πρακτικών της επαρχιακής Λατινικής Συνόδου της Κρήτης του 1486, κατά την οποίαν μετέσχον και “Έλληνες παπάδες”, πληροφορούμεθα, ότι Ορθόδοξοι ιερείς μετελάμβανον Λατίνους» «και ότι Λατίνοι ενεταφιάζοντο υπό Ορθοδόξων ιερέων»277.
Θλιβερή ήταν και η τακτική ορισμένων Ορθοδόξων αρχιερέων και ιερέων να συνεργάζωνται με τους λατίνους “ιεραποστόλους”.
«Οι παπικοί μισσιονάριοι, με την άδεια των ελλήνων Επισκόπων, ιερουργούν μέσα σε ορθοδόξους ναούς στήνοντας το δικό τους “αλτάρι” μπροστά στο εικονοστάσιο - τέμπλο, ή και μονιμότερα σε διπλανό κλίτος μέσα στον ίδιο ναό. Ορθόδοξοι μητροπολίτες δίνουν την άδεια στους Ιησουῒτες να κηρύττουν στις ελληνικές εκκλησίες, να κατηχούν και να εξομολογούν τους ορθοδόξους πιστούς.
“Πήρα γραπτή άδεια από τον έλληνα Μητροπολίτη, να κάνω κήρυγμα και κατήχηση στις ελληνικές εκκλησίες”, γράφει ένας Ιησουῒτης από την Νάξο το 1641. Ο έλληνας μητροπολίτης της Σμύρνης, την ίδια περίπου εποχή, δίνει τήν άδεια σέ Ιησουῒτες νά εξομολογούν τους κληρικούς της επαρχίας του, και οι κληρικοί με την σειρά τους εγκαθιστούν τους Ιησουῒτες μέσα στους ορθοδόξους ναούς νά εξομολογούν τον λαό.
Το γυναικείο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στην Θήρα έχει ως πνευματικούς πατέρες και εξομολόγους κάποιους μισσιονάριους Ιησουῒτες. Και ορθόδοξος μητροπολίτης “εφησυχάζων” στην Αθήνα μαρτυρείται από τις πηγές ότι πηγαίνει τακτικά να εξομολογηθεί σε Γάλλο καπουτσίνο ιερέα. Το 1680 ο Μητροπολίτης της Αίγινας Δαμασκηνός γράφει στον πάπα Ιννοκέντιο ΙΑ΄ ζητώντας του να στείλει στο νησί δύο Ιησουῒτες κατάλληλους να κηρύττουν και να εξομολογούν τον ελληνικό κλήρο και λαό. Η χρησιμοποίηση παπικών μισσιοναρίων ειδικά για την εξομολόγηση των ορθοδόξων πιστών, φαίνεται πως ήταν επί μακρό διάστημα μία συνηθισμένη μεταξύ των ελλήνων μητροπολιτών τακτική»278.
Είναι χαρακτηριστικά, τα όσα έγραφε κατά το 1651 ο Πάρου - Νάξου Ιωσήφ «εις χορηγουμένην υπ᾿ αυτού άδειαν εις καπουτσίνους ιερομονάχους»: «...Η ημετέρα ταπεινότης ανατίθησι το μυστήριον τούτο και αναγκαίον έργον των πανοσιωτάτων και λογιωτάτων ιερών ανδρών Καπουτζίνων, των εν τω άστει της περιφήμου ταύτης πόλεως Ναξίας οικούντων, του αναδέχεσθαι και διακρίνειν τους λογισμούς και τα ποικίλα πάθη πάντων των εις εξομολόγησιν αυτοίς προσερχομένων και οικονομείν την σωτηρίαν και μετάνοιαν αυτών ως συνεργοί και υπηρέται παρά Θεού δοθείσης ημίν πνευματικής και αποστολικής ταύτης Χάριτος, επί σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών ... Συνιστώμεν ουν αυτούς προς πάντας υμάς τους ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς, ευλαβεστάτους ιερείς, πανοσιωτάτους Καθηγουμένους, οσιωτάτους ιερομονάχους, και μοναχούς, ευγενεστάτους άρχοντας και άπαξ απλώς εις πάντας του χριστεπωνύμου πληρώματος, ίνα αγαπάτε, τιμάτε, και ευλαβείσθε αυτούς ως δη εναρέτων και οσίων ανδρών τυγχάνει...»279.
Ιγνάτιος Λογιόλα, ιδρυτής των Ιησουϊτών
Αξιομνημόνευτες είναι και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούσαν Έλληνες επίσκοποι και ηγούμενοι μονών εκείνης της εποχής προς τον πάπα. Τον αποκαλούσαν «πιστή κεφαλή και φύλακα της Αποστολικής Εκκλησίας», «ισάγγελο και υπέρτατο των επισκόπων», «καύχημα των Ορθοδόξων Χριστιανών», «βικάριο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»280.
Κατά τα μέσα επίσης του ιζ΄ αιώνος «η Μονή της Λαύρας προσέφερεν εις τους οπαδούς του αγίου Ιγνατίου (Ιησουῒτας) μικράν εκκλησίαν, αγρούς, αμπέλους και κατάλληλον χώρον παρά τα τείχη αυτής προς ίδρυσιν μονής... Τα μοναστήρια του Άθω επανειλημμένως εκάλεσαν τους Ιησουῒτας, όπως ιδρύσουν εν τω Αγίω Όρει σχολήν διά την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών. Το ανωτέρω επετεύχθη υπό του Έλληνος ουνίτου ιερομονάχου Κανάκη Ρώσση»281. «Το παπικό σχολείο μόρφωνε τους ορθοδόξους μοναχούς επί επτά χρόνια. Το 1641 υποχρεώθηκε να μεταφερθεί στην Θεσσαλονίκη, επειδή αντέδρασαν όχι οι αγιορείτες μοναχοί, αλλά οι τουρκικές αρχές»282.
«Κατ᾿ άλλας ιστορικάς μαρτυρίας, εν Τήνω, περί το 1615, οι Ορθόδοξοι εχρησιμοποίουν από κοινού μετά των Δυτικών τον Μητροπολιτικόν Ναόν, εις τον οποίον ορθόδοξος ιερεύς ελειτούργει επί τής αυτής αγίας Τραπέζης μετά του Δυτικού κλήρου, πάσας δε τας επισήμους τελετάς και λιτανείας ετέλουν από κοινού οι κληρικοί των δύο δογμάτων... Πολλαί εκκλησίαι εχρησίμευον από κοινού εις τους Έλληνας και τους Λατίνους διά την θείαν Λειτουργίαν. Αφού δηλαδή ο Λατίνος διάκονος είχεν αναγνώσει τον Απόστολον, ανεγίνωσκε πάλιν τούτον ο Έλλην διάκονος εις ελληνικήν γλώσσαν. Και όταν ο Λατίνος είχεν αναγνώσει το Ευαγγέλιον, ανεγίνωσκε τούτο και ο Έλλην ιερεύς εις ελληνικήν γλώσσαν»283.
Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρία αξιωματούχου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας το 1653, «εις πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξάνδρειαν, και άλλους τόπους, εις μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις έν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»284. Επίσης «εν ταις Ιονίαις νήσοις... ο Ορθόδοξος κλήρος υπεχρεούτο να υποδέχεται τον λατίνον επίσκοπον εγκαθιδρυόμενον, να μνημονεύη αυτόν, να υποτάσσεται εις αυτόν, να πληρώνη φόρον και να συλλειτουργή εις ορισμένας λατινικάς εορτάς»285.
Τόν εκκλησιασμό των Λατίνων και των Αρμενίων σε Ορθοδόξους ναούς, καθώς και την διανομή αντιδώρου στούς ανωτέρω αιρετικούς επέτρεπαν κατ᾿ οικονομία ακόμη και οι Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος ο Σχολάριος και Ιεροσολύμων Δοσίθεος286.
Από την Εγκύκλιο επίσης του Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε΄ προς τους Ορθοδόξους ιερείς της Σίφνου και Μυκόνου το 1749 γίνεται φανερό, ότι υπήρχε κάποια εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ των Ορθοδόξων κληρικών και των Λατίνων. Πράγματι, ο πατριάρχης πρόσταζε μεταξύ άλλων: «Από τούδε και στο εξής μη τολμήσετε το σύνολον να συγκοινωνήτε μετά των αυτόθι φρατόρων και φραγκοπατέρων και λοιπών Δυτικών, εις τε τα ιερά της καθ᾿ ημάς Εκκλησίας Μυστήρια και εις τας λοιπάς εκκλησιαστικάς τελετάς, προσευχάς τε και ιερουργίας»287.
Τέλος γνωστά είναι και τα φρονήματα του επισκόπου Κυθήρων Μαξίμου Μαργουνίου (τέλη ιστ΄ αιώνος), ο οποίος «πίστευε πως μιά υποχώρηση κι᾿ ένας συμβιβασμός με τους καθολικούς με βάση τον τόμο της Φλωρεντινής Συνόδου θα ωφελούσε την σκλαβωμένη Ανατολή»288. Πράγματι, ο Μαργούνιος διά των συγγραμμάτων του περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος «εζήτει να συμβιβάση τα ασυμβίβαστα, προκαλέσας πολλάς υποψίας και κατηγορίας κατ᾿ αυτού»289.

ιβ΄. Η αντίδρασις των αγίων Πατέρων στις ανωτέρω απαράδεκτες ενέργειες

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας συνέβαιναν λοιπόν αρκετές μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων. Ορισμένοι μάλιστα Ορθόδοξοι αρχιερείς και ιερείς δεν διέθεταν Ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα, αλλά εφήρμοζαν μία καθαρά “οικουμενιστική” τακτική, συμπροσηύχοντο με αιρετικούς και αναγνώριζαν έμμεσα ή άμεσα αυτούς και τα μυστήριά τους, προσβάλλοντας έτσι τήν εκκλησιολογική, μυστηριολογική και σωτηριολογική αποκλειστικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι μεγάλοι Πατέρες εκείνων των εποχών (Παχώμιος Ρουσάνος, Μελέτιος Πηγάς, Ηλίας Μηνιάτης, Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Ευγένιος, Χρύσανθος και Κοσμάς οι Αιτωλοί, Ευγένιος Βούλγαρης, Μακάριος ο Πάτμιος, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης) αγωνίσθηκαν μεν υπέρ των ιερών Παραδόσεων, αλλά δεν διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους ανωτέρω κληρικούς ούτε ίδρυσαν “ Εκκλησίες Γ.Ο.Χ.”. Αντιθέτως, έκαναν υποδειγματικό αγώνα για να μεταδώσουν κάποιο πνευματικό φως στον Ορθόδοξο λαό και να τον προφυλάξουν από την Δυτική προπαγάνδα, η οποία ωργίαζε μέ σκοπό «το αποπλανάν τους απλουστέρους»290.
Ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος π.χ. διεκήρυττε με πόνο: «Από τόσας Συνόδους τοπικάς και οικουμενικάς αφωρίσθησαν και ανεθεματίσθησαν οι Λατίνοι, και ακόμη αμφιβάλλεις ανίσως και είναι αναθεματισμένοι; Ακόμη δεν το πιστεύεις πως είναι αιρετικοί;... Και πώς εσύ κρατείς τους Λατίνους διά Ορθοδόξους;... Ποίον σημείον είδες από αυτόν τον φραρόπαπαν πως δύναται να τελειώση μυστήριον, και προστρέχεις εις αυτόν και εξομολογήσαι;... Από τον Θεόν τον ύψιστον, τον παντοδύναμον, χωρίζεσαι τήν ώραν εκείνην»291.
Οι όσιοι Νικόδημος ο Αγιορείτης292 και Αθανάσιος ο Πάριος293 αγωνίζονταν επίσης κατά των «Λατινοφρόνων» της εποχής τους, δηλαδή των επισκόπων και λοιπών κληρικών, οι οποίοι δεν τηρούσαν την απόφασι των Ανατολικών πατριαρχών του 1755294 και δεν αναβάπτιζαν τους Λατίνους, που προσήρχοντο στην Ορθόδοξο Εκκλησία.

ιγ΄. Περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων κατά τον ιθ΄ αιώνα

Οι μεμονωμένες περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων και οι σποραδικές διακηρύξεις κακοδόξων φρονημάτων από Ορθοδόξους κληρικούς συνεχίσθηκαν και κατά τον ιθ΄ αιώνα. Οι Γ.Ο.Χ. βέβαια, προκειμένου να παρουσιάσουν ως εύλογη την απόσχισί τους από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες κατά το 1924, ισχυρίζονται, ότι οι περιπτώσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων έχουν ως αφετηρία τους την αλλαγή του ημερολογίου το 1924 ή την έκδοσι της Εγκυκλίου του 1920, διά της οποίας το Οικουμενικό πατριαρχείο έθεσε τις βάσεις για την συμμετοχή της Ορθοδοξίας στην Οικουμενική Κίνησι.
Φυσικά οι Γ.Ο.Χ. δεν έχουν δίκαιο. Η ύπαρξις περιπτώσεων εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων, που θα αναφέρουμε κατωτέρω, αποδεικνύουν ότι “οικουμενιστικές” παραφωνίες -παρόμοιες μάλιστα με τις σημερινές- συνέβαιναν και λίγες δεκαετίες προ του σχίσματος του 1924, χωρίς όμως οι Πατέρες να διακόπτουν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους υπευθύνους των ενεργειών αυτών. Κατά συνέπεια το σχίσμα των Γ.Ο.Χ. είναι τελείως αδικαιολόγητο.
Κατωτέρω θα αναφερθούμε στις περιπτώσεις κοινωνίας με τους ετεροδόξους κατόπιν κυρίως συνοδικών αποφάσεων, διότι οι μεμονωμένες περιπτώσεις είναι μάλλον αναρίθμητες.
Κατά τις αρχές του ιθ΄ αιώνος «εις πλείστους ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς επεκράτει δεινή άγνοια και σύγχυσις, επί των σχέσεων Ορθοδοξίας και ετεροδόξων... Είς των ξένων ιεραποστόλων, ο ελληνομαθής Άρτλεϋ, ιδρύσας σχολήν εν Αιγίνη, εκήρυττεν από του άμβωνος του ορθοδόξου ναού της νήσου, έχων μεταξύ των ακροατών του τον επίσκοπον τότε Ταλαντίου Νεόφυτον Μεταξάν. Οὗτος δε, και ως επίσκοπος Αττικής, είχε στενάς σχέσεις μετά των ξένων ιεραποστόλων, συμπαριστάμενος εν κηδείαις προτεσταντών εν ορθοδόξοις ναοίς τελουμέναις.
Κατά την υποδοχήν του Όθωνος, το πρώτον ελθόντος εις Αθήνας, ο Νεόφυτος, ενδεδυμένος τα αρχιερατικά άμφια, είχε και προτεστάντας πάστορας εν τη συνοδεία αυτού! Προτεσταντική ακολουθία, Ορθόδοξος ιεράρχης και Παπικός βασιλεύς απετέλουν σύνθεσιν, υπενθυμίζουσαν την εξωτερικήν οικουμενιστικήν ενότητα! Αι οικουμενιστικαί αντιλήψεις διεβίβρωσκον ήδη εις βάθος την εν Ελλάδι Εκκλησίαν»295.
Στο σύγγραμμα μάλιστα «Ιερά Ανθολογία», το οποίο εκδόθηκε με την έγκρισι της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, υποστηριζόταν η κακόδοξος άποψις, ότι σώζονται ακόμη και οι ετερόθρησκοι. Στην συνέχεια «αρχιερείς απ᾿ άμβωνος, με πρωτοπόρον τον Ύδρας... εκήρυττον ότι· “ Όλα τά έθνη όσα εγεννήθησαν, εις το οποίον ακολουθούσι θρήσκευμα, προσδοκώσι σωτηρίαν”»296.
Το 1870 επίσης ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Σύρου Αλέξανδρος σε σχετική «πρός την Ιεράν Σύνοδον Έκθεσίν του... Συνίστα “να αναγνωρίση εκατέρα Εκκλησία (Ορθόδοξος και Αγγλικανική) εκατέραν, ως κοινότητα Χριστιανικήν, έχουσα τον αυτόν Κύριον και την αυτήν ελπίδα σωτηρίας”»297.
Το 1837 ο Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ΄ επέτρεψε «να γίνουν Αγιασμοί χάριν των Αρμενίων», ενώ το 1874 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επέτρεψε την μετάδοσι του Μεγάλου Αγιασμού στούς ανωτέρω αιρετικούς298.
Το 1879 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επέτρεψε επίσης κατ᾿ οικονομία στους Ορθοδόξους ιερείς «βαπτίζειν τα των Αρμενίων τέκνα, ορθοδόξως μεταδιδόναι τα μυστήρια εν ώρα θανάτου τοις Αρμενίοις ως Αρμενίοις, και τελείν στέψεις αυτών δι᾿ έλλειψιν ιερέως» μόνο «εν ανάγκη κατεπειγούση και αναποδράστω».
Με άλλα λόγια «εισήγετο η εν τη Θ. Ευχαριστία τω Βαπτίσματι και τώ Γάμω μυστηριακή μετά των Αρμενίων επικοινωνία». Έως τότε ο Ορθόδοξος κλήρος των Ιονίων νήσων «δεν εδίσταζε να βαπτίζη τα τέκνα των Βρεττανών», «ότε δεν είχον Άγγλους ιερείς», καθώς επίσης να στεφανώνη και να ενταφιάζη τους «Ρωμαιοκατολίκους (Ουνίτας) της Συρίας»299.
Την τέλεσι μικτών γάμων μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων επέτρεψαν κατά τα μέσα του ιθ΄ αιώνος διά σχετικών τους αποφάσεων τόσο η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος300 όσο και η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως301.
Το 1869 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε ακόμη «όπως εν ελλείψει ετεροδόξου ιερέως κηδεύωνται επί τη βάσει καθορισθέντος ιδίου Τυπικού, ετερόδοξοι υπό ορθοδόξων ιερέων, ως και να θάπτωνται εις τα ορθόδοξα νεκροταφεία»302. Το παράδειγμα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ακολούθησαν τα αμέσως επόμενα έτη και οι Εκκλησίες της Ελλάδος, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας.
«Εν έτει 1863 Αγγλικανός κληρικός εγένετο δεκτός εις το Μυστήριον της Θ. Ευχαριστίας εν Σερβία, εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας»303.
Το 1874 και 1875 Ορθόδοξοι και Αγγλικανοί κληρικοί συνιερούργησαν κατά την τέλεσι των Μυστηρίων του γάμου και της βαπτίσεως «εν Πάτραις»304.
Το 1893 ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Γεράσιμος επέτρεψε σε Σύρους Ορθοδόξους της Αυστραλίας να λαμβάνουν την Θεία Ευχαριστία από τους Αγγλικανούς305.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
276 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος γ΄, § 205, 1, σελ. 29.

277 Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 17, σελ. 98, § 29, σελ. 243.

278 Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση, σελ. 97.

279 Θεοδωρήτου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίω Όρει, σελ. 36-37.

280 Χ. Γιανναρά, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 99.

281 Θεοδωρήτου μοναχού, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 35-36.

282 Χ. Γιανναρά, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 95.

283 Ι. Κοτσώνη, Η από κανονικής απόψεως αξία της μυστηριακής επικοινωνίας Ανατολικών και Δυτικών επί Λατινοκρατίας και Ενετοκρατίας, σελ. 4-8.

284 Θεοδωρήτου μοναχού, ένθ᾿ ανωτ.

285 Β. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, § 51, σελ. 697.

286 Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 17, σελ. 262-263.

287 Σ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, τόμος β΄, σελ. 367.

288 Γ. Βαλέτα, Μελέτιος Πηγάς, Χρυσοπηγή, σελ. 30.

289 Θ.Η.Ε., τόμος 8, στήλη 634.

290 Εφραίμ Ιεροσολύμων, Ευαγγελική Σάλπιγξ, Προοίμιον, σελ. ιγ΄.

291 Ευαγγελική Σάλπιγξ, Λόγος εις τήν εορτήν των τριών Ιεραρχών, σελ. 326-327.

292 Πηδάλιον, σημείωσις στόν μστ΄ Αποστολικόν, σελ. 56.

293 Επιτομή είτε συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, σελ. 350-352.

294 Γ. Μεταλληνού, Ομολογώ έν Βάπτισμα, σελ. 126-128.


295 Α. Δελήμπαση, Η αίρεσις του Οικουμενισμού, σελ. 214-215.

296 Το άθεον δόγμα του Οικουμενισμού, σελ. 173.

297 Ι. Κοτσώνη, Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων, § 23, σελ. 193.

298 Ένθ᾿ ανωτ. § 29, σελ. 248-249.

299 Ένθ᾿ ανωτ. § 4, σελ. 18, § 21, σελ. 146, § 26, σελ. 218, § 29, σελ. 243.

300 Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, Τα σωζόμενα εκκλησιαστικά συγγράμματα, τόμος β΄, σελ. 246.

301 Ιερωνύμου Κοτσώνη, ένθ᾿ ανωτ. § 26, σελ. 230-232.

302 Ένθ᾿ ανωτ. § 29, σελ. 244.

303 Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Τα δύο άκρα, σελ. 71.

304 Ιερωνύμου Κοτσώνη, ένθ’ ανωτ. § 17, σελ. 109.

305 Ένθ᾿ ανωτ. § 17, σελ. 96.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Μελέτιος Μεταξάκης: δύο όψεις - δύο απόψεις

Ο πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης αναμφίβολα ήταν ικανότατος. Είναι επίσης και σημείο αντιλεγόμενο. Το πρόσωπό του συγκεντρώνει τα βέλη των ΓΟΧ και γενικά των αντι-οικουμενιστών, από τους οποίους κατηγορείται ως μασόνος και διαφθορέας της Εκκλησίας. Άλλοι όμως εκκλησιαστικοί κύκλοι τον θαυμάζουν, όπως και τον πατριάρχη Αθηναγόρα.
Πρόσφατα ανακοινώθηκε από ορθόδοξο μητροπολίτη (ν.ημ.) η ύπαρξη επιστολής του Μελετίου προς τον Ελ. Βενιζέλο, όπου του εφιστά την προσοχή εναντίον της Μασονίας, κατηγορώντας την τελευταία ως επικίνδυνη. Την επιστολή αυτή δεν κατόρθωσα να τη βρω στο Διαδίκτυο (αν τη βρει κάποιος, ας μας τη στείλει), αλλά με αφορμή την ανακοίνωση αυτή δημοσιεύουμε δύο άρθρα για το Μελέτιο, ευχόμενοι ο Θεός να τον συγχωρήσει και να τον αναπαύσει. Ένα "επίσημο", από τη Βικιπαίδεια και ένα από το ΓΟΧ ιστολόγιο Εν τούτω νίκα.

1. Βικιπαίδεια:


Ο Πατριάρχης Μελέτιος γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1871 στο χωριό Παρσάς του Λασιθίου Κρήτης. Το κοσμικό του όνομα ήταν Εμμανουήλ Μεταξάκης. Υπηρέτησε ως Μητροπολίτης Κιτίου από το 1910 έως το 1918, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος από το 1918 έως το 1920, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1921 έως το 1923 (ως Μελέτιος Δ΄) και Πατριάρχης Αλεξανδείας και πάσης Αφρικής από το 1926 έως το 1935 (ως Μελέτιος Β΄).

Βιογραφία

Σπούδασε στην Ιερατική Σχολή του Παναγίου Τάφου από το 1889 έως το 1891. Το 1891 ο ηγούμενος της Μονής Βηθλεέμ και Αρχιεπίσκοπος Θαβωρίου, Σπυρίδων, τον χειροτόνησε διάκονο και τον ονόμασε Μελέτιο. Συνέχισε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα όταν η Σχολή επαναλειτούργησε το 1893. Αποφοίτησε το 1900 ως αριστούχος.
Στα 1903 ορίστηκε Αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και φρόντισε για την αναδιοργάνωση του πατριαρχικού τυπογραφείου και την έκδοση του περιοδικού «Νέα Σιών» το 1904. Ίδρυσε νέα σχολεία και αναδιοργάνωσε τα υπάρχοντα ενώ πέτυχε να απονέμεται δίπλωμα στους αποφοίτους της Θεολογικής Σχολής των Ιεροσολύμων ακόμη κι αν δε χειροτονούνταν ιερείς. Αντιμετώπισε τη «Ντουχόβναγια Μίσσια» (Πνευματική Αποστολή), ρωσική οργάνωση που άσκουσε ανθελληνική προπαγάνδα, ίδρυσε την Πρακτική Σχολή στην Ιόπη και ενίσχυσε την κυκλοφορία διδακτικών βιβλίων. Ακόμη φρόντισε για την ενίσχυση των οικονομικών του Πατριαρχείου. Το 1907 μετείχε ως εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων σε συνάντηση με τον εκπρόσωπο του οικουμενικού θρόνου και μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη, Βασίλειο, μητροπολίτη Αγχιάλου, και τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Φώτιο, για την αντιμετώπιση του αρχιεπισκοπικού ζητήματος της Κύπρου. Ο νόμος που τελικά ψηφίστηκε είχε βασιστεί σε έκθεση που συνέταξε ο Μεταξάκης και η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της κυπριακής κυβέρνησης. Στη συνάντηση εκείνη και τις διάφορες συνομιλίες που είχε τότε με τον Πατριάρχη Φώτιο αποφάσισαν την υλοποίηση δύο εκδόσεων του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, των περιοδικών «Εκκλησιαστικός Φάρος» και «Πάνταινος».
Το 1910 εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου της Εκκλησίας της Κύπρου. Συνέταξε τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου και ίδρυσε το περιοδικό «Εκκλησιαστικός Κήρυξ», το όποιο συνέχισε να εκδίδει και αργότερα στην Αθήνα και τη Νέα Υόρκη. Συνέστησε το Παγκύπριο Ιερόδιδασκαλείο τον Οκτώβριο του 1910 και το Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας. Το 1912 - 1913 ταξίδεψε στην Αθήνα όπου συνεργάστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και επιτροπή του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών για την εξεύρεση λύσης στα ζητήματα που είχαν προκύψει μετά την απόδοση περιοχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, ενώ συνέταξε την έκθεση της επιτροπής. Με άρθρα του στον Εκκλησιαστικό Κήρυκα το 1914 θα εναντιωθεί σε κάθε πρόωρη προσάρτηση των Μητροπόλεων των απελευθερωμένων περιοχών, για λόγους εθνικής σκοπιμότητας: φοβόταν την αποδυνάμωση του Πατριαρχείου, στο οποίο αναγνώριζε εθναρχικό ρόλο.[1]

Μητροπολίτης

Τον Μάρτιο του 1918 διαδέχθηκε τον Θεόκλητο Α' στη Μητρόπολη Αθηνών όπου παρέμεινε δύο έτη. Προϊόν απροκάλυπτης επέμβασης της Βενιζελικής παράταξης τόσο η απομάκρυνση του πρώτου, όσο και η τοποθέτηση του δεύτερου, ο Μελέτιος είχε προταθεί από τον στενό συνεργάτη του Βενιζέλου Ανδρέα Μιχαλακόπουλο από τον Νοέμβριο του 1916.[2] Έτσι η διορισμένη από την κυβέρνηση Βενιζέλου Σύνοδος έθεσε στις 26 Φεβρουαρίου 1918 ζήτημα πλήρωσης της θέσεως της Μητρόπολης Αθηνών μετά την απομάκρυνση του Θεόκλητου Α'. Η Σύνοδος πρότεινε τρία πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και τον Μελέτιο[3] Αν και η Σύνοδος είχε προκρίνει τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τελικά επελέγη από την κυβέρνηση ο Μελέτιος. Στο διάστημα αυτό ίδρυσε και νέο περιοδικό, τη «Διδαχή» (1919), ενίσχυσε τη μόρφωση του κλήρου, συνέστησε φιλόπτωχα ταμεία καθώς και τη «Στέγη της Εκκλησίας», και ακόμη ενδιαφέρθηκε για την ελληνική διασπορά στις Η.Π.Α, όπου και περιόδευσε το 1918. Η άνοδος του Μελέτιου σηματοδότησε επίσης τη στενή προσέγγιση με την Αγγλικανική Εκκλησία, κάτι το οποίο επιδοκίμαζε η κυβέρνηση.[4] Στις 16 Νοεμβρίου 1920, μετά την επάνοδο του Θεόκλητου στο θρόνο των Αθηνών, ο Μελέτιος έφυγε στην Αμερική (Φεβρουάριος 1921). Οργάνωσε την Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής και ίδρυσε το Ελληνοαμερικανικό Σεμινάριο του Αγίου Αθανασίου. Η Σύνοδος υπό την προεδρία του Θεόκλητου Α' θα ζητήσει την διενέργεια ανακρίσεων εις βάρος του Μελετίου, κατόπιν μήνυσης του καθηγητή Παύλου Καρολίδη «επί αμαρτήμασιν εναντίον των υπερτάτων θετικών νόμων της Πολιτείας».[5] Την ίδια περίοδο ήταν πιθανή η εκλογή του στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης και η κίνηση της Συνόδου αποσκοπούσε στο να «λειτουργήσει αποτρεπτικά στα σχέδιά του για τον πατριαρχικό θρόνο.»[6] Πριν από την πατριαρχική εκλογή του η Σύνοδος δεν προχώρησε σε καταδίκη του προκειμένου να μην πολώσει το κλίμα στην Κωνσταντινούπολη και εκλεγεί από αντίδραση.

Οικουμενικός Πατριάρχης

Στις 25 Νοεμβρίου 1921 εξελέγη στον Οικουμενικό Θρόνο όπου παρέμεινε για 17 μήνες. Ήταν ο τελευταίος Οικουμενικός Πατριάρχης που εξελέγη σύμφωνα με τους γενικούς κανονισμούς. Η Σύνοδος στην Αθήνα θα απαγγείλει νέες κατηγορίες σε βάρος του Μελετίου, η μία από τις οποίες ήταν «επί επιβάσει εις τον Μητροπολιτικό θρόνον Αθηνών και χρήσει προς τούτο κοσμικής και δη επαναστατικής εξουσίας κατά παράβασιν των Ι. Κανόνων»[7][8] Με ενέργειές του υπήγαγε στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου τις ελληνορθόδοξες Εκκλησίες Ευρώπης, Αμερικής και Αυστραλίας, και επίσης τις Εκκλησίες Τσεχοσλοβακίας, Εσθονίας και Φινλανδίας. Ίδρυσε τη Μητρόπολη Θυατείρων και την Εξαρχία Δυτικής Ευρώπης με έδρα το Λονδίνο (Απρίλιος 1922). Αναγνώρισε τις αγγλικανικές χειροτονίες, ενώ με πανορθόδοξο συνέδριο προχώρησε στη μεταρρύθμιση του ημερολογίου. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης και την επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ βρέθηκε σε δυσχερή θέση. Στις 10 Ιουλίου 1923 κατέφυγε στο Άγιο Όρος από όπου τον Σεπτέμβριο ανακοίνωσε την παραίτησή του. Το 1924 αποσύρθηκε στην Κηφισιά της Αθήνας.

Πατριάρχης Αλεξανδρείας

Στις 20 Μαΐου 1926 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας διαδεχόμενος τον Φώτιο. Επί των ημερών του το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας υιοθέτησε το γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο δεν δεχόταν ο προκάτοχός του. Επίσης συνετάγησαν, επικυρώθηκαν και εφαρμόσθηκαν πολλοί νέοι κανονισμοί που αφορούσαν την εκλογή Πατριάρχη, τη συνοδική οργάνωση, την ευταξία του κλήρου και την οικονομική διαχείριση (μεταξύ αυτών: «Οργανικός Νόμος του Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου Αλεξανδρείας», «Οργανισμός των Δικαστηρίων του Πατριαρχικού Θρόνου Αλεξανδρείας και η παρ' αυτοίς ισχύουσα Δικονομία» και «Διάταξις περί γάμου και διαζυγίου»). Ίδρυσε το Ιεροδιδασκαλείο του Αγίου Αθανασίου, αναδιοργάνωσε το πατριαρχικό τυπογραφείο και ενίσχυσε τα θρησκευτικά σωματεία, ρύθμισε ζητήματα κανονικού δικαίου, ίδρυσε τρεις νέες μητροπόλεις και περιόδευσε σε πολλές περιοχές της Αφρικής.
Ο Μελέτιος ήταν ο πρώτος Πατριάρχης Αλεξανδρείας που διεκδίκησε και έλαβε τον τίτλο «και πάσης Αφρικής». Ήταν αυτός που άρχισε την οργάνωση της σύγχρονης ορθόδοξης ιεραποστολής στην αφρικανική ήπειρο, ενώ με την ειδική διάταξη «περί του Συνταγματίου των Μητροπόλεων» ορίσθηκαν οι εννέα εκκλησιαστικές επαρχίες του Θρόνου.
Το 1931 ηγήθηκε της ορθόδοξης αντιπροσωπείας στο συνέδριο του Λάμπεθ. Πέθανε αιφνιδίως στις 28 Ιουλίου του 1935 στην Αλεξάνδρεια.

*****
2. Εν τούτω νίκα (απόσπασμα του άρθρου Ο Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης πρόδρομος του Οικουμενισμού):

[...] Χαρακτηρίζον τὸν ἄνθρωπον τοῦτον τὸ περιοδικὸν «ΖΩΗ», ἔγραφε ἐν τῆ νεκρολογία του, σὺν ἄλλοις, ταῦτα:
«… Διεμορφώθη εἰς ἰδιάζουσαν ἐν τῆ ἐκκλησία φυσιογνωμίαν. Ἐν αὐτῆ ἡ πολιτικὴ προσωπικότης ἀπερρόφα καὶ ὑποκαθίστα τὴν ἐκκλησιαστικὴν τοιαύτην.
Ἐνοχλούμενος ἀπὸ τὴν συντηρητικότητα, ἐξεδήλωνεν ἐλευθερίους τάσεις, αἵτινες πολλάκις ἐνεφανίζοντο ἀσυγκράτητοι, μολονότι — διὰ νὰ χρησιμοποιήσωμεν ἰδικήν του φράσιν — «τὰ πολλὰ σκοντάμματα τὸν ἠνάγκαζον νὰ μετριάζη» ταύτας. Ἐν τούτοις καὶ πάλιν δὲν ἐδυσκολεύετο νὰ προσαρμόζη, ἡ τουλάχιστον ν’ ἀποπειρᾶται τὴν προσαρμογὴν Ἐκκλησίας καὶ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων εἰς τὴν σκοπιμότητα, νὰ θεωρῆ δὲ ἀκόμη καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς εὐπροσαρμόστους εἰς τὴν σκοπιμότητα καὶ τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς… Μεγαλοπράγμων, ἀεικίνητος καὶ ἀκαταπόνητος˙ ἀλλὰ καὶ πολυπράγμων τῶν πρωτοβουλιῶν ἀρχηγὸς καὶ τῶν ἀπραγματοποιήτων σχεδἰων ἐφευρέτης καὶ σχεδιαστὴς ἔστρεφε τὴν ὁρμήν του, ὁσάκις δὲν εἶχεν ἄλλο πεδίο ἐργώδους δράσεως πρὸς τοὺς ἐκκλησιαστικοῦς θεσμούς, ἐπιζητῶν νὰ δίδη διέξοδον εἰς τὴν ἀνήσυχον πρωτοβουλίαν του διὰ μεταβολῶν ἐν τῆ ἐξωτερικῆ ζωῆ τῆς Ἐκκλησίας, προτοῦ γίνη ἡ δέουσα ἐργασία διὰ τὴν ἐσωτερικὴν ἀνακαίνισιν αὐτῆς…». («ΖΩΗ», Ἔτος ΚΕ΄, ἀρ. 1199).

Ἐνῶ, ὅπως ἀνέγραφε τὸ ἐπίσημον ὄργανον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ»:

«Ἡ ἀναγγελία τῆς ἐκλογῆς ὡς Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Μελετίου προὐκάλεσε τὴν ἔκρηξιν θυέλλης ἐν Ἀθήναις… Οἱ Ἑπτὰ ὡς πλειοψηφία τῆς Συνόδου ἐτηλεγράφησαν πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μελέτιον παρακαλοῦντες νὰ μὴ άποδεχθῆ τὴν ἐκλογὴν καὶ ἔλθη εἰς Κωνσταντινούπολιν χάριν τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας».

Ὁ δὲ Χρῆστος Ἀνδροῦτσος ἔγραφεν ὅτι «πάντες οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει εἰσὶν ὠνητοὶ» καὶ διὰ πραγματείας ἀπεδείκνυεν ἀντικανονικὴν καὶ παράνομον τὴν ἐπίβασιν τοῦ Μεταξάκη εἰς τὸν οἰκουμενικὸν θρόνον.

Ἐνῶ οὕτως ἐδέχθησαν τὴν «ἐκλογήν» του οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ δυσσεβεῖς προτεστάνται καὶ ὅπου γῆς οἰκουμενισταὶ ἐπανηγύρισαν ἐνθουσιωδῶς καὶ ἔπλεξαν διθυράμβους διὰ τὴν ἐκλογήν του, γνωρίζοντες ἀπὸ πολλοῦ τὸν ἄνδρα ἐκ τῶν μετ’ αὐτῶν θεομισήτων ἀντορθοδόξων ἐπαφῶν καὶ προδοσιῶν του καὶ βλέποντες ἐν τῶ προσώπω του τὸν ἐκτελεστὴν τῶν κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας σχεδίων των.
Σημειοῦμεν μερικὰ «δειγματικῶς», ἐξ ὅσων εἶπον καὶ ἔγραψαν οἱ ὅπου γῆς «μεγάλοι» τοῦ προτεσταντισμοῦ ‑ οἰκουμενισμοῦ ἐπὶ τῆ ἐκλογῆ του καὶ μετὰ ταῦτα, διὰ νὰ ἐννοηθῆ «ποίοις κυρίοις ἐδούλευεν» οὗτος καὶ χάριν τίνων ἐνήργησεν ὡς ἐνήργησεν.

Οἱ CHURCH TIMES τοῦ Λονδίνου ἔγραφον:

«Πρέπει νὰ εἴμεθα εὐχαριστημένοι καὶ ὑπερήφανοι διότι ὁ Θεὸς ἔδωκε τοιοῦτον ποιμενάρχην εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας…».
«Ὑπὸ τῆς ἐνταῦθα (Ν. Ὑόρκη) Μεγάλης Ἐπισκοπιανῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας ἐγένετο ἡ ἀπονομὴ τοῦ Διπλώματος τῆς Θεολογίας πρὸς τὴν Α.Θ. Παναγιότητα τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην Μελέτιον Δ΄ … Ὁ Σεβ. Ἐπίσκοπος Νέας Ὑόρκης WILLIAM T. MANNING… στρέφων τὸν λόγον περὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μελετίου Δ΄, «τοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ ποιμένος» ὡς τὸν ὠνόμασεν, ἔπλεξε τὸ ἐγκώμιον αὐτοῦ ὡς ἱεράρχου ἐμφορουμένου ὑπὸ φλογερᾶς πίστεως καὶ γνησίως χριστιανικῶν ἰδεωδῶν. Διὰ τοῦτο τιμᾶται ὑφ’ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Τοιοῦτον ὑπέροχον ἱεράρχην τιμῶμεν σήμερον. Ἡ ἀπονεμομένη αὕτη τιμὴ πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην τὸν πεπνυμένον τοῦτον ἱεράρχην, τὸν γνωστὸν διὰ τὰ φιλάδελφα αὐτοῦ αἰσθήματα πρὸς τὴν ἀδελφὴν Ἐπισκοπιανὴν Ἐκκλησίαν, δικαίως μᾶς κάμνει νὰ χαίρωμεν καὶ νὰ αἰσθανώμεθα ὑπερηφάνειαν διότι εἶναι τιμὴ ἀντανακλῶσα πρὸς ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν…». Ὁ αὐτὸς «ἐπίσκοπος», καλέσας τὸν Μεταξάκην, «νὰ εὐλογήση τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ, προητοίμασε μεγαλειώδη δεξίωσιν ἐν τῶ καθεδρικῶ ναῶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου…».

Εἰς ἐπίσημον προτεσταντικὴν «ἔκθεσιν» περιελαμβάνοντο καὶ ταῦτα:

«Ἡ παρουσία ἐξεχόντων ἀντιπροσώπων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἐν Λονδίνω κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Συνδιασκέψεως τοῦ LAMBETH καὶ ἐν Γενεύη, αἱ ἐπισκέψεις εἰς τὴν χώραν ταύτην (Ἀμερικὴν) καὶ εἰς τὴν Ἀγγλίαν τῆς Α.Α. τοῦ τότε Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Μελετίου, ἡ παρατεταμένη διαμονή του ἐνταῦθα καὶ ἡ ἐκλογὴ αὐτοῦ ὡς Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, συνετέλεσαν πολὺ εἰς τὴν προπαρασκευὴν τῆς ἑνώσεως τῆς Ἀγγλικανικῆς καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Α. Παναγιότης ἐπανειλημμένως καὶ μάλιστα εἰς τὸν ἐνθρονιστήριον αὐτῆς λόγον ὑπεσχέθη νὰ συμβάληται εἰς τὴν ἕνωσιν μεταξὺ τῆς Ἀνατολικῆς, Παλαιοκαθολικῆς καὶ Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας…».

Ὁ ἐκ τῶν τότε καθηγητῶν τῆς σχολῆς Χάλκης Παντολέων Κομνηνός, ὅστις ἦτο ποτισμένος ὅλον τὸ δηλητήριον τοῦ προτεσταντισμοῦ καὶ Οἰκουμενισμοῦ, ἔγραφε διὰ τὸν Μεταξάκην:

«Τὸ ὅλον κήρυγμα τῆς Α.Θ. Παναγιότητος ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς εἰς τὸν θρόνον τῶν Χρυσοστόμων καὶ τῶν Γρηγορίων ἀναρρήσεως αὐτοῦ καὶ ἰδιαιτέρως οἱ πρὸς τοὺς καθηγητὰς τῆς Θεολογικῆς Ἀκαδημίας ἐμπνευσμένοι λόγοι του ἐμβάλλουν πολλὴν τὴν ἐλπίδα, ὅτι πρὸς τοῖς ἄλλοις ἀγαθοῖς θὰ ἡγηθῆ ἡμῶν ὡς ἄλλος Μωϋσῆς καὶ εἰς τὴν διάνοιξιν τῶν ὁριζόντων, οὓς ὑπηνίχθη˙… ὀφείλομεν νὰ ἔχωμεν πεπλατυσμένην καὶ οὐχὶ στενὴν τὴν καρδίαν πρὸς πάντας… ὥστε νὰ καταστῆ βαθμηδὸν δυνατὸν, ὅπως οἱ χθὲς καὶ πρώην ἀπεξενωμένοι καὶ πολέμιοι, αἰσθανθῶμεν βαθύτερον τοὺς συνδέοντας αὐτοὺς δεσμοὺς καὶ τείνωσι πρὸς ἀλλήλους δεξιὰς φιλίας καὶ κοινωνὶας. Αἱ ἀρχαὶ αὗται, μετὰ ἰδιαιτέρου ἀπό τινος ζήλου πρεσβευόμεναι καὶ καλλιεργούμεναι ἐν Ἀγγλία καὶ Ἀμερικῆ, τείνουν εἰς τὴν ἐκ παντὸς τρόπου ἀνασύνδεσιν τῶν κεχωρισμένων μελῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, πρὸς ὃ καὶ ὑλικὰ οὐχὶ τυχαῖα καταβάλλονται μέσα πρὸς συγκρότησιν συνεδρίων, πρὸς μελέτας καὶ δημοσιεύματα…».

Ἐκ τούτων ἐννοεῖ πᾶς τις «ποίων ἐξελέγη» Πατριάρχης ὁ Μεταξάκης καὶ διὰ ποίους σκοποὺς προωθήθη ὑπ’ αὐτῶν ἡ ἀναρρίχησίς του. Σημειωτέον δ’ ὅτι ὑπὸ τῶν Ἐπισκόπων τοῦ Πατριαρχείου εἶχε παραπεμφθῆ εἰς δίκην «ὡς ἔνοχος σχίσματος καὶ ἐπικοινωνίας μεθ’ αἱρετικῶν»˙ οἱ δὲ Συνοδικοὶ τῆς Ἑλλάδος τὸν ἔθεσαν ὑπόδικον «διὰ ἀντικανονικὰς πράξεις αὐτοῦ καὶ προέβησαν εἰς δίκην καὶ καταδίκην αὐτοῦ εἰς τὴν ἐσχάτην τῶν ποινῶν», (καθαίρεσιν).

Ἐπεμείναμεν εἰς τὴν σκιαγράφησιν τοῦ πρωτοστάτου τῆς ἀποστασίας τοῦ Νεοημερολογιτισμοῦ – Οἰκουμενισμοῦ Μεταξάκη, διότι καὶ μόνη ἡ προσωπικότης καὶ ἡ πρᾶξις αὐτοῦ ἀρκεῖ διὰ νὰ βεβαιωθῆ ὑπὸ ποίων καὶ διατὶ προωθήθη, ποίων τοὺς σκοποὺς καὶ τὰ σχέδια ἐξυπηρέτει, ΔΙΑΤΙ καὶ ΩΣ ΤΙ εἰσήχθη ὁ Νεοημερολογιτισμὸς, τοῦ ὁποίου τὴν εἰσαγωγὴν αὐτὸς πρῶτος ἀπεφάσισεν. Οὕτω δὲ ἐξηγεῖται καὶ ἡ καύχησις τῶν μασώνων, ὅτι «ἐὰν αὐτὴ ἡ λεγομένη κίνησις περὶ ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν εὐρίσκεται εἰς καλὸν δρόμον, τοῦτο ὀφείλεται εἰς τὴν τάξιν μας». Εἰς τὴν ὁποίαν «τάξιν» ἐπρώτευεν ὁ Μεταξάκης.

ΕΝ ΕΤΕΙ 1967 ἡ «Συντακτικὴ ᾿Επιτροπὴ τοῦ Τεκτονικοῦ Δελτίου ἀνέθεσεν» εἰς τὸν Μασῶνον ᾿Αλεξ. ᾿Ι. Ζερβουδάκην νὰ συντάξῃ μίαν μελέτην «ποὺ νὰ σκιαγραφῆ ἕνα ἀκόμη φωτεινὸ ἄστρο, ποὺ ἐλάμπρυνε καὶ κατηύγασε τὸν οὐρανὸ τῆς ῾῾᾿Ορθοδόξου ῾Ελληνικῆς Εκκλησίας᾿᾿».
῾Ο ᾿Α. ᾿Ι. Ζερβουδάκης πράγματι συνέγραψε μίαν λίαν ἐκτενῆ καὶ ἀξιόλογον ἐξ ἀπόψεως ἱστορικῆς βιογραφίαν τοῦ πατριάρχου Μ. Μ., ἀνερχομένην εἰς εἰκοσιπέντε σελίδας, ἐξ᾿ ἧς ἀναδημοσιεύομεν ἕνα μικρὸν τμῆμα, τὸ ὁποῖον βεβαίως ὁμιλεῖ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ καὶ δὲν χρήζει σχολίων ἡμετέρων.
Πάντως ἀξίζει νὰ σημειωθῇ εἰσαγωγικῶς, ὅτι ὅσα γράφει ὁ ᾿Α. ᾿Ι. Ζ. εἶναι πέρα πάσης ἀμφισβητήσεως καὶ δι᾿ ἄλλους λόγους, ἀλλὰ καὶ διότι - τὸ πλέον σοβαρὸν - εἶχε προσωπικὴν πεῖραν τῆς μασωνικῆς ἰδιότητος τοῦ Μ. Μ.
῾Η μαρτυρία του εἶναι λίαν εὔγλωττος: ῾Ο ᾿Α. ᾿Ι. Ζ. συνήντησε τὸν Μ. Μ. εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν κατὰ τὰς τραγικὰς ἡμέρας τοῦ 1922, ὡς μέλος τριμελοῦς ἐπιτροπῆς, καὶ συνεζήτησε μαζί του. 


«Φεύγοντας», λέγει ὁ ᾿Α. ᾿Ι. Ζ., «τὸν ἀποχαιρέτησα σὰν τέκτων ἕνα τέκτονα. Μοῦ χαμογέλασε καὶ μοῦ εἶπε ῾῾βλέπω ὅτι μὲ καταλαβαίνετε᾿᾿! ῾Η ἀνάμνηση αὐτὴ μὲ παρεκίνησε ν᾿ ἀναλάβω τὴν ἐντολὴ τῆς συντακτικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ Δελτίου μὲ ἀπόφαση νὰ παρουσιάσω τὸν ἀδ.·. μας...».
Καὶ καταλήγει τὸ πολυσέλιδον ἄρθρον:
«Μὲ τὶς ψυχικὲς ἀρετὲς ποὺ ἦταν προικισμένος ὁ Μελέτιος, μὲ τὴν τετράγωνη λογική του, τὸ ἀνεξάρτητο καὶ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ μικρότητες μυαλό του, δὲν εἶναι παράξενο ὅτι βρέθηκε ἕτοιμος νὰ δεχθῇ καὶ τὸ τεκτ.·. φῶς.
Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ πέρασε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη (1906), γνωρίστηκε μὲ τέκτονες. Συνεζήτησε μαζί τους καὶ τοὺς ἐντυπωσίασε μὲ τὸ κριτικὸ καὶ εὐθύ του πνεῦμα, μὲ τὶς γνώσεις καὶ τὶς γνῶμες του ἐπάνω στὰ διάφορα ἐγκυκλοπαιδικά, γενικά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ θρησκευτικὰ ζητήματα. Αὐτοὶ ἐνδιαφέρθηκαν νὰ μάθουν ποιὸς ἦταν καὶ τὶ εἶχε κάμει ἕως ἐκείνη τὴ στιγμή. ῞Οσα ἔμαθαν τοὺς παρακίνησαν νὰ τοῦ ὑποβάλουν, ἔντεχνα, τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ξαναβρέθηκε στὴν Πόλη, τὴν ἰδέα νὰ γίνῃ τέκτων. Φαίνεται ὅτι, στὴν περίπτωση αὐτή, οἱ Τέκτονες, μέλη τοῦ ῾Ελληνικοῦ Πολιτικοῦ Συνδέσμου Κωνσταντινουπόλεως, μὲ τοὺς ὁποίους συνεργάζονταν τότε ὁ Μελέτιος γιὰ τὸ φλέγον ζήτημα τῶν ᾿Αραβοφώνων ὀρθοδόξων (1908), ἐνέργησαν σωστά, ὥστε τὸ ἐρευνητικὸ καὶ φιλοπερίεργο πνεῦμα τοῦ Μελετίου, ποὺ εἶχε ἕως τότε πολλὰ ἀκούσει γιὰ τοὺς μασώνους στὴ Κύπρο καὶ ἀλλοῦ, νὰ ζητήσῃ ἀπὸ τοὺς συνεργάτες του, ποὺ ἐκτιμοῦσε, νὰ τοῦ δώσουν πληροφορίες γιὰ τὸν Τεκτονισμό, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε, ν᾿ ἀποφασίσῃ, μὲ τὴ γνωστὴ ὁρμητικότητα καὶ ἀποφασιστικότητά του νὰ μιμηθῇ τὸ παράδειγμα τόσων ἄγγλων καὶ ἄλλων ξένων ἐπισκόπων καὶ νὰ ζητήσῃ νὰ γνωρίσῃ καὶ μυηθῇ καὶ αὐτὸς στὰ μυστήρια ποὺ κρύβονται στὸν Τεκτονισμό !
Τὸν ἔφεραν τότε στὴ Στοὰ ῾῾ ῾Α ρ μ ο ν ί α ᾿᾿, ὑπ᾿ ἀριθ. 44 6, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ εἶχε συγκεντρώσει στοὺς κόλπους της τὴν ἀφρόκρεμα τοῦ ἐκεῖ ἑλληνισμοῦ, ὅ,τι καλύτερο σὲ γράμματα, ἐπιστῆμες καὶ δύναμη διέθετε τότε τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο στὴν Πόλη καί, ἡ ὁποία, κατὰ ἕνα τρόπο, μὲ τὰ μέλη της, ποὺ βρίσκονταν σὲ κάθε ὀργάνωση κοινοτική, ἐθνικὴ ἤ ἄλλη, οὐσιαστικὰ ἐπηρέαζε τὴν ἑλληνικὴ ζωή. Ζήτησαν ἀπὸ τὴν τότε Μεγ.·. ᾿Αν.·. τῆς ῾Ελλάδος τὴν ἄδειαν νὰ τὸν μυήσουν καὶ ὅταν τὴν ἔλαβαν, ὁ Μελέτιος δέχθηκε καὶ τὸ τεκτ.·. φῶς κατὰτὶς ἀρχὲς τοῦ 1909. Παραμένει στὴν Πόλη ἕνα χρόνο ἀκόμη καὶ μελετᾷ μὲ πάθος τὴν τεκτ.·. διδασκαλία, ποὺ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ χαράξῃ μὲ πραγματικὰ τεκτ.·. τρόπο, ὅλες του τὶς πράξεις καὶ τὰ λόγια, ὅπως εἴδαμε κατὰ τὴ σύντομη ἐξιστόρηση τῆς δράσης του. Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ δικαιοσύνη καὶ οἱ πραγματικὲς τεκτ.·. ἀρετές, θἄλεγε κανείς, φυσικὰ καὶ αὐθόρμητα τὸν ὡδηγοῦσαν τὶ νὰ πῇ πῶς νὰ ἐνεργήσῃ. Τρανὸ παράδειγμα στὴν ἐπίδραση ποὺ ἔχει ὁ Τεκτ.·. στὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν αὐτὸς ψυχικὰ εἶναι προετοιμασμένος νὰ δεχθῇ, τὰ διδάγματά του, ὅταν δηλ. εἶναι γεννημένος τέκτων, ὅπως ἦταν ὁ Μελέτιος.
῾Ο ἀδ.·. Μελέτιος, μετὰ τὴ μύησή του παρακολουθοῦσε τὶς ἐργασίες καὶ τὴ δράση τοῦ Τεκτ.·. παντοῦ ὅπου βρέθηκε στὴν πολυτάραχη ζωή του, καὶ οἱ περιστάσεις καὶ τὸ περιβάλλον τοῦ τὸ ἐπέτρεπαν.
῾Ο γράφων, ὅταν μοῦ ἔγινε ἡ τιμὴ νὰ ἰδῶ μὲ τὴ σειρἀ μου τὸ τεκτ.·. φῶς στὴ Σ.·. Στ.·. ῾῾Α ρ μ ο ν ί α᾿᾿, ἐνθυμοῦμαι μὲ πόση ὑπερηφάνεια καὶ χαρὰ ὅλοι οἱ ἀδ.·. της μιλοῦσαν γιὰ τὴ μύηση τοῦ τότε ἐψηφισμένου Πατριάρχη Μελετίου, στὴ Στ.·. μας. Καὶ θὰ ἐνθυμοῦμε πάντοτε τὴν ἐξήγηση ποὺ ἔδωκε στὴν ἀπορία μου, γιατὶ πρέπει οἱ ἀδ.·. νὰ κρατοῦμε μυστικὴ αὐτὴ τὴ μύηση, ὁ φίλτ.·. μου ἀδ.·. Δημ. Ξανθός, ποὺ μὲ χειραγώγησε ν᾿ἀντιληφθῶ ὀρθὰ καὶ προωθήσω τὴν πραγματικὴ ἐσωτερική μου μύηση.
᾿Ολίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ σὰν τὸν ἀδ.·. Μελέτιο, δέχθηκαν τὸν Τεκτ.·. καὶ τὸν ἔκαμαν βίωμά των. Καὶ ὑπῆρξε πραγματικὴ ἀπώλεια ὅτι τόσο γρήγορα ἀνακλήθηκε ἀπὸ τὸν Μ.·.Α.·.Τ.·.Σ.·. στὴν Αἰων.·. ᾿Αν.·., πρὶν ὁλοκληρώσῃ τὰ ἔργα μὲ τὰ ὁποῖα ἐστεφάνωσε τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸν κόσμο μας».