Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Ο Άρχιμ. Χρυσόστομος ζητά από την Ιερά Σύνοδο την καταδίκη του Πατριάρχη Βαρθολομαίου


http://www.orthodoxia.online

Ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας Πάρου ζητά την καταδίκη του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, των κακοδοξιών του και του οικουμενισμού από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ακολουθεί η αναφορά του Ηγούμενου προς την Ιερά Σύνοδο:

ΚΑΤΑΓΝΩΣΙΣ ΕΤΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΙΩΝ
Διατυπωθεισῶν ὑπὸ τῆς αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος τοῦΟἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου,
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ Ι. ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ὅπως λαβοῦσα γνῶσιν διαπιστώσῃ, ἀποκηρύξῃ καὶ καταδικάσῃ αὐτὰς ὡς ἀντικειμένας τῇ ὀρθῇ διδασκαλίᾳ τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Κατατεθεῖσα ὑπὸ τοῦ ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Ν. Πήχου, Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς «Ἡ Ζωοδόχος Πηγὴ» Λογγοβάρδας Πάρου.–

Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμε, Πρόεδρε τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καὶ
Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅπως αὐτὴ λειτουργεῖ δυνάμει τοῦ Συνοδικοῦ τόμου τοῦ 1850 καὶ τῆς Πατριαρχικῆς Πράξεως τοῦ 1928 ἐκδοθέντων ἀμφοτέρων ὑπὸ τοῦ σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως,
Εὐλογεῖτε.
Διὰ τῆς παρούσης καταθέτω ἐνώπιόν σας, ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν σκανδαλισμὸν ἐμοῦ προσωπικῶς, τῆς συνοδείας μου, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους κόσμου, ὁ ὁποῖος κλυδωνίζεται ταρασσόμενος ὡς ὑπὸ κυμάτων πολλῶν λόγῳ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἑτεροδιδασκαλιῶν, αἱ ὁποῖαι διετυπώθησαν κατὰ καιροὺς ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον (ΑκΜΣ) τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης.
Ἐκ προοιμίου σᾶς ἀναφέρω, ὅτι τὰ ὅσα θὰ ἀναγνώσετε καταγγελλόμενα κατωτέρω δὲν εἶναι καρπὸς ἀντιπαθείας ἢ ἀπαρεσκείας εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Παναγιωτάτου οὔτε κἂν πνεῦμα ἀντιλογίας ἢ ἄλλης τινὸς κακοθυμίας ἔναντι αὐτοῦ, ἡ νόμιμος δὲ προσφυγή μου εἰς Ὑμᾶς γίνεται καθηκόντως, μὲ πρόδηλον πνευματικὴν ἀνησυχίαν, μὲ πεποίθησιν ἀληθείας καὶ ἀπὸ ἔντονον καὶ δικαιολογημένον ἐνδιαφέρον. Κατανοῶ ἀπολύτως ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον τελεῖ ὑπὸ αἰχμαλωσίαν. Ἡ σῴζουσα ἀλήθεια εἰς τὴν ἡνωμένην «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» εἶναι τὸ ζητούμενον, καὶ αὐτὸ ἐπιθυμοῦμε νὰ καταφανῇ χωρὶς φόβον καὶ πάθος. Ἐκ παραλλήλου ἡ ἀναίρεσις ὑφ᾽ Ὑμῶν τῶν διατυπωθεισῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν θὰ προλάβῃ τὸ ἐπαπειλούμενον νέον σχίσμα εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀνασκοποῦντες λοιπὸν τὴν μέχρι σήμερον πορείαν τοῦ παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας θὰ παρουσιάσωμεν μερικὰ σημεῖα, διὰ τῶν ὁποίων στοιχειοθετοῦνται αἱ ἑτεροδιδασκαλίαι αὐτοῦ.

1.α΄) Ὁ Παναγιώτατος, ἀπὸ τὰ χρόνια διευρύνσεως τῶν σπουδῶν του, εἰς τὴν διδακτορική του διατριβὴν μὲ τίτλον«Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν . Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» ἐκθέτει τὰς ἀπόψεις τουδιὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας ποὺ ῥυθμίζουν τὰς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους διὰ τῶν ἑξῆς: «Δὲν δύναν­ται»,γράφει, «νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ δι­α­τάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν ὈρθοδόξωνΧρι­στιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Δὲν δύναται ἡ Ἐκ­κλησία νὰ ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ᾽ αὐ­τῶν συμπροσευχήν, καθ᾽ ἣν στιγμὴν αὕτη διὰ τῶν ἐκ­προσώπων αὐτῆς προσ­εύχεται ἀπὸ κοινοῦ μετ᾽ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀ­γάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νὰ “ἀρ­δεύσῃ” πολλὰς κανονικὰς διατάξεις πρὸς “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁ­ρισμένων διατάξεων ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερον καὶ ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται καὶ δὲν πρέπει νὰ ζῇ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου».
Οἱ ἱ. Κανόνες, διὰ τοὺς ὁποίους γίνεται λόγος ἀνωτέρω, διὰ τῆς συνεχοῦς παραβάσεώς των ἔχουν καταργηθῆ ἐν τῇ πράξει. Ἡ ἑτεροδιδασκαλία ἔγινε πρᾶξις. Ἁπλῶς μὲ τὴν ΑκΜΣ ἔγινε προσπάθεια νὰ περιβληθῇ σιωπηλῶς μὲ συνοδικὸν κῦρος. Αἱ θέσεις αὐταὶ τοῦ Παναγιωτάτου δὲν ἀποτελοῦν ἑτεροδιδασκαλία, καὶ αἱ παραβάσεις ἱεροκανονικὰ παραπτώματα; Ἀσφαλῶς.
β΄) Εἰς τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα οἱ ἱ. Κανόνες χαρακτηρίζονται ὡς μὴ ἔχοντες στοιχεῖα φιλανθρωπίας καὶ ρεαλισμοῦ. Ὅτι πάσχουν ἀπὸ ξηρασίαν, καὶ θὰ ἀναζωογονηθοῦν ἐὰν ποτισθοῦν μὲ νάματα ἀγάπης. Δηλαδή, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα παρήγαγε, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καρποὺς (τοὺς ἱ. Κανόνας) ἐστερημένους ζωογόνου ἀγάπης; Ὅμως αἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων ξεκινοῦν μὲ τὸ «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν»· πῶς εἶναι δυνατὸν αἱ ἐκφάνσεις αὐταὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ μὴ ἔχουν στοιχεῖα φιλανθρωπίας καὶ ρεαλισμοῦ, νὰ πάσχουν ἀπὸ ξηρασίαν καὶ νὰ ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ τὴν ζωογόνον ἀγάπην τοῦ οἰκουμενισμοῦ; Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;

2.α΄) Κατὰ τὴν θρονικὴν ἑορτὴν τοῦ Φαναρίου 30-11-1998 ὁ Παναγιώτατος προσ­φωνῶν τὴν Παπικὴν ἀντιπροσωπείαν λέγει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς· «Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε William Η. Keeler καὶ λοιποὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ οἱ ἀποτελοῦντες τὴν Ἀντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης, …Δὲν πρέπει νὰ σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζητήσεις εὐθυνῶν. Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων. …Εἴθε νὰ ἀξιώσῃ ἡμᾶς ὁ Κύριος νὰ ἴδωμεν καὶ τὴν ἀνάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ. Ἀμήν» (περ. «Ἐπίσκεψις» τ. 563/1998, σελ. 22-29).
Παρατηροῦμεν εἰς τὸ ἀπόσπασμα αὐτό, ὅτι ἡ τοποθέτησις τοῦ Παναγιωτάτου ἔναντι τῶν ἱ. Κανόνων δὲν παραμένει ἁπλῶς ἡ ἰδία ἀλλὰ ἐπεκτείνεται ἀκόμη καὶ εἰς τὰ πρόσωπα τῶν θεοφόρων πατέρων, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως». Οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ὡς πύργοι ἄσειστοι καὶ ὡς ἀστέρες πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος, κατὰ τὸν ὑμνῳδόν, φωτίζουν τὸν δρόμον ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθῶμεν ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, εἶναι «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως». Νὰ εἴπωμεν, ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς ἐπεκτείνεται καὶ εἰς τοὺς ἀναριθμήτους μάρτυρας καὶ ὁσιομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ τίμιον αἷμά τους ἐπότισαν καὶ ποτίζουν τὸ ἀειθαλὲς δένδρον τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως; Εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἡ θέσις αὐτὴ ἑτεροδιδασκαλία;
β΄) Εἰς τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα διαβάζουμε, ὅτι ὁ Παναγιώτατος διατυπώνει ἐνώπιον τῆς Παπικῆς ἀντιπροσωπείας τὴν εὐχὴν «νὰ ἀξιώσῃ ἡμᾶς ὁ Κύριος νὰ ἴδωμεν καὶ τὴν ἀνάστασιν τῆς ἑνότητος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Αὐτοῦ. Ἀμήν». Δηλαδή, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πάσχει κατὰ τὴν ἑνότητά της καὶ δὲν εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ὅπως μέχρι τώρα πιστεύομεν; Ἡ ἑνότης τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησιας εἶναι νεκρὰ καὶ περιμένει τὴν ἀνάστασίν της;
γ΄) Ὁ Παναγιώτατος τὸ 1991, ὡς μητροπολίτης Φιλαδελφείας, μιλώντας σὲ παπικούς, εἶχε διατυπώσει μίαν διαφοροποιημένην ἀπὸ τὰ Ὀρθόδοξα δεδομένα Ἐκκλησιολογίαν· «Δὲν εἶναι δυνατό», εἶπε, «νὰ θεωρήσουμε ὅτι, εἴτε ἐμεῖς οἱ Ὀρ­θόδοξοι, εἴτε ἐσεῖς οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἔχουμε ἀποκλειστικὴ ἰδιοκτησία τὴν διαδοχὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας» (περιοδικὸν «Ἐπίσκεψις» τ. 464/1-7-1991, σ. 9). Ὥστε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἡ ὄντως Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀπώλεσε τὴν αὐτοσυνειδησίαν της, εἶναι νεκρὰ καὶ περιμένει διὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νὰ δῇ τὴν ἀνάστασίν της; Εἶναι ἢ δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
  1. α΄) Ὁ Παναγιώτατος πραγματοποιῶν ἐπίσημον ἐπίσκεψιν εἰς τὸ Βατικανὸν τὴν 27-6-1995 καὶ ὁμιλῶν σὲ νεαροὺς παπικοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς· «Τέκνα τῆς Ἐκκλησίας ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα καὶ ἀγαπητά…, συνεορτάζομεν ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύσις (ἐννοεῖ τὴν θρονικὴν ἑορτὴν τῆς ῾Ρώμης). Θεοῦ τὸ δῶρον… Ἑορτάζομεν, διότι εἴμεθα ἡ ἐπὶ γῆς πορευομένη κοινωνία τῶν Ἁγίων…, εἶναι δὲ ἡ ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας πεπληρωμένη ὅταν εἶναι παροῦσα καὶ συνεορτάζουσα ἡ νεολαία… Ἐλάβατε διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Φέρετε ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τῷ μετώπῳ ὑμῶν τὰ σημεῖα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ» (περιοδικὸν «Ἐπίσκεψις» τ. 520/31-7-1995, σσ. 19, 20, 5 καὶ 6).
Δηλαδή, δὲν μᾶς χωρίζει τίποτε; Ἀπὸ πότε ἀπέκτησαν Χάριν τὰ μυστήρια τῶν Παπικῶν; Αὐτὴν τὴν παρακαταθήκην παρελάβομεν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας; Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
  1. α΄) Ὁ Παναγιώτατος κατὰ τὴν ὁμιλίαν του τὴν 4-11-1994, σὲ διαθρησκειακὴν συνάντησιν εἰς τὴν ἰταλικὴν πόλινRiva del Garda, ὅπου ὡμίλησε σὲ παρισταμένους ἡγέτας διαφόρων θρησκειῶν, εἶπε· «Πρέπει νὰ συμβάλωμεν ὥστε νὰ φέρωμεν εἰς τὸ προσκήνιον τὰς πνευματικὰς ἀρχὰς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Πράγματι, διὰ τὸν λόγον αὐτὸν συνεκεντρώθημεν ἐδῶ! Αὐτὸς εἶναι ἕνας τρόπος, διὰ τοῦ ὁποίου ἡμεῖς οἱ κληρικοὶ δυνάμεθα νὰ βοηθήσωμεν αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι κυβερνοῦν. Ἡ βαθεῖα καὶ σταθερὰ πνευματικότης μας ἔρχεται εἰς ὀξεῖαν ἀντίθεσιν μὲ τὸν ἐγκόσμιον χαρακτῆρα τῆς συγχρόνου πολιτικῆς. …Αὐταὶ αἱ δυνατότητες ἀνακύπτουν ἀπὸ τὴν ἰδίαν τὴν φύσιν τῆς ἰδιότητος ποὺ φέρομεν, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὡς κλητοὶ τοῦ Θεοῦ. Ὡς μία κοινότης πίστεως δυνάμεθα νὰ ἀντιμετωπίσωμεν τὸν κοσμικὸν οὐμανισμὸν καὶ τὸν ἐθνικισμὸν μὲ ἀγάπην, μὲ πνεῦμα Οἰκουμενισμοῦ καὶ μὲ τὸν ὑγιῆ σεβασμόν μας πρὸς τὴν παράδοσιν. Ἀλλὰ τοῦτο δυνάμεθα νὰ ἐπιτύχωμεν μόνον ἐὰν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, “Δημιουργοῦ τῶν πάντων, ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων”, Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμᾶνοι καὶ Ἰνδουϊσταί, Βουδδισταὶ καὶ Κομφουκιανισταί…» (περιοδικὸν «Ὀρθοδοξία» τοῦ Πατριαρχείου, τ. Ὀκτωβρ.-Δεκεμβρίου 1994, κατὰ μετάφρασιν). Ἀγαστὴ συνεργασία τῶν κληρικῶν μὲ τοὺς κυβερνήτας τῶν λαῶν ὑπὸ τὸ προπέτασμα τῆς ἀγάπης!
Δηλαδή, ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστὸς ἔχασε τὸ φῶς του, τὰς πνευματικάς του ἀξίας, ἔγινε φανάρι ποὺ τρεμοσβήνει, καὶ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἀπέμεινεν εἶναι «νὰ φέρωμεν εἰς τὸ προσκήνιον τὰς πνευματικὰς ἀρχὰς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης»;
Εἰς τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα καλεῖ νὰ ἑνωθοῦν «ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, “Δημιουργοῦ τῶν πάντων, ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων”, Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμᾶνοι καὶ Ἰνδουϊσταί, Βουδδισταὶ καὶ Κομφουκιανισταί…». Κύριε, ἐλέησον!… Δηλαδὴ εἰς τὸν ἴδιον Θεὸν πιστεύουν Χριστιανοί, Μουσουλμᾶνοι, Ἰνδουϊσταί, Βουδισταὶ καὶ Κομφουκιανισταί…; Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
 
Δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Παναγιωτάτου πάσχει· δὲν εἶναι Ὀρθόδοξος, εἶναι Οἰκουμενιστική.
β΄) Ὁμιλῶν ὁ Παναγιώτατος τὴν 20-12-2001 εἰς τὴν Α΄ Διαθρησκειακὴν Συνάντησιν τῶν Βρυξελλῶν καὶ ἀπευθυνόμενος σὲ ἐκπροσώπους τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν χρησιμοποίησε ὁμοειδῆ Θεολογία καὶ διὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους (Ἰουδαϊσμοῦ, Μουσουλμανισμοῦ, Χριστιανισμοῦ) καὶ εἶπε· «Παρακαλοῦμεν θερμῶς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους νὰ δώσωμεν εἰς τοὺς πιστούς μας καὶ τὸν κόσμον ὅλον ἀνόθευτον τὸ εἰρηνοποιὸν μήνυμα τοῦ ἑνὸς καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς συνεκέν­τρωσεν ἐν τῇ ἀγάπῃ Του ἐνταῦθα. …Ἡμεῖς οἱ πιστεύοντες εἰς ἕνα προ­σω­πι­κὸν Θεὸν ἔχομεν τὴν ἐμπειρίαν τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ καὶ τῆς εἰρήνης, ἡ ὁποία ἐγκαθίσταται εἰς τὴν ψυχήν μας καὶ πληροῖ καὶ ἀναπαύει αὐτήν, ὅταν ἀποκαθίσταται ἡ κοινωνία τῶν προσωπικῶν ὑπάρξεων τοῦ ταπεινοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ μεγάλου Θεοῦ… Ἐὰν σταθῶμεν μὲ τὸ προσῆκον δέος ἀπέναντι τῶν προσωπικῶν ἀναζητήσεων ἑκάστης ψυχῆς, ἡ ὁποία, γεννηθεῖσα εἰς ὡρισμένην θρησκευτικὴν παράδοσιν, ἀνοίγει τὰς πτέρυγάς της διὰ νὰ πετάξῃ εἰς ἀναζήτησιν τοῦ Ἠγαπημένου, ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι ἔχομεν ἀνθρώπινον χρέος νὰ σεβασθῶμεν ἀπολύτως τὴν προσωπικὴν πορείαν ἑκάστου πρὸς τὴν ὑπερτάτην ἀγάπην. Τότε ἐναγκαλιζόμεθα ἐν εἰρήνῃ τὴν ψυχὴν αὐτὴν καὶ παρακολουθοῦμεν ἐν ἄκρᾳ σιωπῇ καὶ προσευχῇ τὴν πορείαν της, εἴτε συμβαδίζει μὲ ἡμᾶς (τοὺς Χριστιανοὺς) εἴτε ἀκολουθεῖ ἄλλον δρόμον (λ.χ. τὸν Ἰουδαϊσμὸν ἢ τὸ Ἰσλάμ), διότι ὁ Ἠγαπημένος Θεός, ὁ Κύριός της, τὴν ἀναμένει καὶ θὰ τῆς δείξῃ τὸν δρόμον. Δὲν χρειάζεται ἀπὸ μέρους ἡμῶν οὐδεμία βία, οὐδεμία πίεσις, μόνον στοργὴ καὶ εἰρήνη» (περιοδικὸν «Ἐπίσκεψις» τ. 603/31-12-2001).
Ἔχουν λοιπὸν καὶ οἱ Ἑβραῖοι καὶ οἱ Μουσουλμᾶνοι τὴν ἐμπειρίαν τοῦ ἑνὸς προσωπικοῦ Θεοῦ, τοῦ πλήρους ἀγάπης ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ; Ἔτσι κατανοεῖ ὁ Παναγιώτατος τὸ «Τζιχάντ» τῶν μουσουλμάνων ἢ τὰς ἐκκαθαριστικὰς ἐπιχειρήσεις τῶν Ἰσραηλιτῶν; Ἡ θεολογία τοῦ Παναγιωτάτου δὲν εἶναι Ὀρθόδοξος. Εἶναι ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὴν βλάσφημον θεωρίαν τῶν Ἀβρααμικῶν θρησκειῶν, τὴν ὁποίαν διετύπωσεν ὁ Γάλλος Ἰσλαμολόγος Louis Massignon (1883-1962), δι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ θεολογία του παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον τοιαύτην. Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
  1. α΄) Συνεπὴς πρὸς τὴν καινοφανῆ ἐκκλησιολογίαν του, ὁ Παναγιώτατος ἔχει παραιτηθῆ ἀπὸ τὴν θεόθεν καθωρισμένην ἀποστολὴν τῆς Ἐκκλησίας «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς…» (Ματθ. 28,19). Δὲν ἐπιδιώκει νὰ ὁδηγήσῃ ἑ­τεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸ διεκήρυξε «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» εἰς τὸ Durban τῆς Ν. Ἀφρικῆς τὴν 17-3-2001 σὲ μήνυμά του μὲ τὴν εὐκαιρίαν Παγκοσμίου Διασκέψεως λέγοντας· «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείσῃ τοὺς ἄλλους περὶ συγκεκριμένης τινὸς ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἢ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νὰ τοὺς μεταστρέψῃ εἰς συγκεκριμένον τινὰ τρόπον σκέψεως» (ἱστοσελίδα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας· www.orthodoxa.org/GB/patriarchate/speech/­statement.htm). Εἰς τὴν θείαν ὅμως λειτουργίαν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, εἰς τὴν εὐχὴν ποὺ ἀκολουθεῖ ἀμέσως μετὰ τὸν καθαγιασμόν, παρακαλοῦμεν τὸν Κύριον λέγοντες· «τοὺς ἐσκοτισμένους ἐπισυνάγαγε· τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικὴ καὶ ἀποστολική Ἐκκλησία». Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; διὰ τῆς σιωπῆς καὶ ὄχι διὰ τῆς μαθητείας καὶ τοῦ κηρύγματος; Διὰ τῆς σιωπῆς θὰ γίνῃ ἡ εἰσδοχὴ τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἑτεροθρήσκων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν Του; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ» (Ρωμ. 10, 17). Εἰς τὴν Κόρινθον ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λαμβάνει συγκλονιστικὸν μήνυμα ἀπὸ τὸν Κύριον· «… μὴ φοβοῦ, ἀλλὰ λάλει καὶ μὴ σιωπήσῃς» (Πραξ. 18, 9). Δὲν εἶναι ἡ θέσις αὐτὴ τοῦ Παναγιωτάτου καταστρατήγησις Κυριακῆς ἐντολῆς; Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία;
β΄) Ὁ Παναγιώτατος προσφέρει ὡς δῶρον τὸ Κοράνιον καὶ τὸ ὀνομάζει ἱερὸν καὶ ἅγιον. Τὴν 29-10-2009 μετέβη εἰς τὴν Ἀτλάντα τῶν Η.Π.Α., ἐπισκέφθηκε τὸν πρόεδρον τῆς Coca-Cola κ. Muhtar Kent καὶ τοῦ προσέφερεν ἕνα Κοράνιον λέγοντας· «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἀναμνηστικό. Μικρὸ καὶ σπουδαῖο. Ἀναμνηστικὸ (γιὰ) τὸν Muhtar. Αὐτὸ εἶναι τὸ Ἅγιο Κοράνιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας» (www.youtube.com/watch?v=­5p7DqpeTJM8). Δυστυχῶς τὴν χειρονομίαν αὐτὴν τὴν ἐμιμήθησαν καὶ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς ἐπὶ μεγάλῳ σκανδαλισμῷ τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν.
γ΄) Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον προωθεῖ τὸν κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν. Τὸν κοινὸν ἑορτασμὸν προωθοῦσε ἀρχικὰ τὸ Βατικανὸν ἀπὸ τὸ 1960, τὸν στόχον του ὅ­μως αὐτὸν τὸν ἐπισημοποίησε κατὰ τὴν Β´ Βατικανὴν Σύνοδον (1965) καὶ τὸν ἀπεδέ­χθη ὁ μακαριστὸς πατριάρχης Ἀ­θηναγόρας, ὁ ὁποῖος ἔγινεν ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ἰδέας αὐτῆς. Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατρι­αρχεῖον μὲ τὴν ὑπ᾽ ἀριθμ. 150 πρωτ. 420/26-5-1995 ἐγκύκλιόν του ἔκανε λόγον διὰ «τὸν καθορισμὸν κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν χριστιανῶν τῆς Μεγάλης ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πάσχα». Ἀγνοεῖ ὁ Παναγιώτατος ἢ περιφρονεῖ τὰ περὶ τούτου διακελευόμενα ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων;
  1. ῾Ο Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος σὲ παλαιότερον δημοσίευμά του εἰς τὸ Ρωμαιοκαθολικὸν περιοδικὸν «The National Catholic Reporter» (in the January 21, 1977) ἔγραψε τὰ ἑξῆς ἀποκαλυπτικὰ τῶν προθέσεών του διὰ τὴν μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Πανορθόδοξο νΣύνοδον: «Οἱ δικοί μας στόχοι εἶναι ἴδιοι μὲ αὐτοὺς τοῦ πάπα Ἰωάννου 23ου νὰἐκσυγχρονίσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν καὶ νὰ προωθήσωμεν τὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος θὰ σημάνῃ τὸ ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησί́ας εἰς τὰς μὴ Χριστιανικὰ́ς θρησκείας καὶ εἰς ὁλό́κληρον τὴν ἀνθρωπό́τητα. Αὐτὸ́ σημαί́νει μί́αν νέ́αν στάσιν ἔ́ναντι τοῦ Ἰσλά́μ, τοῦ Βουδισμοῦ́, τοῦ σύγχρόνου πολιτισμοῦ́ καὶ ὅ́σον ἀφορᾷ́ τὰς ἐπιδιώ́ξεις διὰ ἀδελφό́τητα χωρὶ́ς ρατσιστικὰ́ς διακρί́σεις … μὲ ἄ́λλα λό́για θὰ σημά́νῃ τὸ τέ́λος δώ́δεκα αἰώ́νων ἀπομονώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησί́ας». Συνεπῶς «ὅπερ ἔδει δεῖξαι»!
Tὸ Ἀγγλικὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς· In an article dating back from when Ecumenical Patriarch Bartholomew was still a Metropolitan, in the journal The National Catholic Reporter, the Patriarch said the following, revealing his intentions for the Pan-Orthodox Council: “Our aims are the same an John’s (Pope John XXIII): to update the Church and promote Christian unity… The Council will also signify the opening of the Orthodox Church to non-Christian religions, to humanity as a whole. This means a new attitude toward Islam, toward Buddhism, toward contemporary culture, toward aspirations for brotherhood free from racial discrimination…in other words, it will mark the end of twelve centuries of isolation of the Orthodox Church.”[4]
[4] “Council Coming for Orthodox», interview by Desmond O’Grady, The National Catholic Reporter, in the January 21, 1977 edition. See also:http://orthodoxinfo.com/ecumenism/towards.aspx.
Μακαριώτατε, Ἅγιοι Συνοδικοί.

Ἐκ τῶν παρατεθέντων ἀνωτέρω σταχυολογημάτων ἀποδεικνύεται, ὅτι ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ.Βαρθολομαῖος εἶχε τὴν ἀτυχῆ ἔμπνευσιν νὰ διατυπώσῃ ἑτεροδιδασκαλίας καὶ νὰ ὑποπέσῃ οὕτως εἰς σωρείαν ἱεροκανονικῶν παραβάσεων, αἱ ὁποῖαι καταδικάζονται ὑπὸ τῶν κατωτέρω παρατιθεμένων ἱερῶν Κανόνων.
στ΄ Κανὼν τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Αἱρετικοὺς δὲ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρυχθέντας, καὶτοὺς μετὰ ταῦτα ὑφ᾽ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας· πρὸς δὲ τούτοις, καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲν τὴν ὑγιῆπροσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δὲ καὶ ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις».
ι΄ Ἀποστολικός· «Συμπροσευχὴ μεθ᾽ αἱρετικοῦ ἢ ἀφωρισμένου δι᾽ ἀφορισμοῦ τιμωρεῖται».
με΄ Ἀποστολικός· «Συμπροσευχὴ μεθ᾽ αἱρετικῶν συνεπάγεται ἀφορισμὸν διὰ κληρικούς, ἀλλ᾽ οὗτοι ἐπὶ πλέον καθαιροῦνται ἐὰν δεχθῶσι τοὺς αἱρετικοὺς ὡς κληρικούς».
ξδ΄ Ἀποστόλων· «Συμπροσευχὴ μεθ᾽ αἱρετικῶν συνεπάγεται ἀφορισμὸν οἴκοι. Ἐὰν γίνῃ εἰς συναγωγὴν Ἑβραίων ἢ αἱρετικῶν, συνεπάγεται καθαίρεσιν διὰ κληρικὸν καὶ ἀφορισμὸν διὰ λαϊκόν».
στ΄ Λαοδικείας· «Αἱρετικοὶ μὴ ἀπαρνούμενοι τὴς αἵρεσιν ἑαυτῶν ἐμποδίζονται εἰσελθεῖν εἰς Ναὸν Ὀρθόδοξον».
ξη΄ Ἀποστόλων· «Χειροτονία, βάπτισμα κ.λπ. μυστήρια αἱρετικῶν ἄκυρά εἰσι».
ιδ΄ Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου· «Γάμος μεθ᾽ αἱρετικῶν ἢ ἀλλοθρήσκων ἀπαγορεύεται».
ρλα΄, ρλβ΄, ρλγ΄ τῆς ἐν Καρθαγένῃ Τοπικῆς Συνόδου (418 ἤ 419 μ.Χ.)· κανόνες οἱ ὁποῖοι ὑπενθυμίζουν τὸ ἱερὸν χρέος τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἐπαναφορᾶς τῶν αἱρετικῶν (τῶν πεπλανημένων) εἰς τοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
ζ΄ Ἀποστόλων· «Εἴτις Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος ἢ Διάκονος τὴν ἁγίαν τοῦ Πάσχα ἡμέραν πρὸ τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας μετὰ Ἰουδαίων ἐπιτελέσῃ, καθαιρείσθω».

Ἐπειδὴ πιστεύομεν ὅτι τὸ Πανάγιον Πνεῦμα δὲν συνηγορεῖ εἰς τὴν καταπάτησιν τῶν ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τὴνἐπίπνοιάν Του διετυπώθησαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους καὶ θεοφόρους Πατέρας, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ὑπῆρξαν θύματα τοῦ ἀρχεκάκουὄφεως.
Ἐπειδὴ πιστεύομεν ὅτι οἱ Κανόνες τῶν Ἱερῶν Σύνόδων εἶναι Ἁγιοπνευματικοὶ καὶ διατυπώθηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας μὲ φιλανθρωπίαν, ἀγάπην καὶ ρεαλισμόν, αἰσθανόμεθα δὲ τὴν ζωογόνον δρόσον καὶ τὴν διαχρονικότητά των ὅταν καλούμεθα νὰ τοὺς ἐφαρμόσωμεν, χωρὶς νὰ χρειάζωνται ἀναζωογόνησι ἀπὸ τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐπειδὴ φρονοῦμεν ὅτι διὰ τῶν ἀνωτέρω ἑτεροδιδασκαλιῶν καὶ τῶν ἱεροκανονικῶν παραπτωμάτων τοῦ Παναγιωτάτου ἐπέρχεται μεγάλος σκανδαλισμὸς τῶν πιστῶν, Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, μὲ ὁρατὸν πλέον τὸν κίνδυνον σχίσματος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος.
Ἐπειδὴ πιστεύομεν ὅτι, ἀκολουθοῦν καὶ μερικοὶ ἄλλοι κληρικοὶ τὸν Παναγιώτατον εἰς τὰς ἱεροκανονικὰς του παραβάσεις καὶ ὑπάρχῃ κίνδυνος αὐτὸ νὰ γενικευθῇ καὶ νὰ γίνͺῃ θεσμὸς εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.
Ἐπειδὴ διὰ τῆς συγκλήσεως τῆς ΑκΜΣ, τῆς ὑπὸ ἐξωεκκλησιαστικῶν παραγόντων –ὅπως ἀπεδείχθη– ἐπιβληθείσης, ἔγινε προσπάθεια νὰ περιβληθοῦν μὲ Συν­οδικὸν κῦρος ὅλα τὰ μέχρι σήμερα ἀντικανονικῶς λεχθέντα καὶ πραχθέντα ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, διὰ νὰ μένουν ἀναντίρρητα εἰς διηνεκές.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Παρακαλοῦμεν τὴν Ἁγίαν καὶ Ἱ. Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὅπως συσκεφθεῖσα καθ᾽ ἑαυτὴνδιαπιστώσῃ καὶ κάνῃ δεκτὴν τὴν κατάγνωσιν τῶν ἀνωτέρω ἑτεροδιδασκαλιῶν, ἀποκηρύξῃ δὲ καὶ καταδικάσῃ αὐτὰς ὡςἀντικειμένας τῇ ὀρθῇ διδασκαλίᾳ τῆς κατὰ Ἀνατολὰς Ὀρθοδόξου Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς τοῦ ΧριστοῦἘκκλησίας καὶ ἐφαρμοσθῶσι τὰ ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων προβλεπόμενα, μὲ ἀπώτερον σκοπὸν νὰ κοπάσῃ ὁ κλυδωνισμὸς ὄχιμόνον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ καὶ ὅλης τῆς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Πλείονα στοιχεῖα θὰ καταθέσω διὰ λεπτομεροῦς Ὑπομνήματός μου, ὅταν κληθῶ ὑπὸ τοῦ Ἀνακριτοῦ. 

Μάρτυρας προτείνω τοὺς κατωτέρω:

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΑΣ:
Σεβ. Μητροπολίτην Κονίτσης κ. Ἀνδρέαν, ΚΟΝΙΤΣΑΝ,
Σεβ. Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης κ. Εὐστάθιον ΣΠΑΡΤΗΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Ἠλείας κ. Γερμανόν, ΠΥΡΓΟΝ,
Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεον, ΝΑΥΠΑΚΤΟΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ΠΕΙΡΑΙΑ,
Σεβ. Μητροπολίτην Ν. Σμύρνης κ. Συμεών, Ν. ΣΜΥΡΝΗΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Γλυφάδας κ. Παῦλον, ΓΛΥΦΑΔΑ,
Σεβ. Μητροπολίτην Κυθήρων κ. Σεραφείμ, ΚΥΘΗΡΑ,
Σεβ. Μητροπολίτην Αἰτωλίας κ. Κοσμᾶν, ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίαν, ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΝ,
Σεβ. Μητροπολίτην Μόρφου κ. Νεόφυτον – ΜΟΡΦΟΥ Κύπρου,
Σεβ. Μητροπολίτην Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιον – ΛΕΜΕΣΟΝ Κύπρου,
Σεβ. Μητροπολίτην Ἀντινόης Παντελεήμονα Λαμπαδάριον – ΚΑΛΥΜΝΟΝ                                                                                               <metropolitanantinoes@gmail.com>.

ΚΑΘΗΓΗΤΑΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ:
Πρωτοπρεσβύτερον π. Γεώργιον Μεταλληνόν, Ὁμ. Καθηγητὴν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
Πρωτοπρεσβύτερον π. Θεόδωρον Ζήσην, Ὁμ. Καθηγητὴν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.,
κ. Δημήτριον Τσελεγγίδην, Ὁμ. Καθηγητὴν Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.,

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥΣ – ΙΕΡΕΙΣ – ΜΟΝΑΧΟΥΣ:
Ἀρχιμ. π. Ἀθανάσιον Ἀναστασίου, Προηγούμενον τῆς Ἱ. Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, Καλαμπάκαν,
Ἀρχιμ. π. Μάξιμον Καραβᾶν, Ἡγούμενον Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Παρασκευῆς Μηλοχωρίου Ἑορδαίας, Πτολεμαΐδα
Ἀρχιμ. π. Γρηγόριον Χατζηνικολάου, Ἡγούμενον Ἱ. Μονῆς Ἁγ. Τριάδος Γατζέας Βόλου,
Ἀρχιμ. π. Σαράντην Σαράντον, Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀμαρούσιον
Ἀρχιμ. π. Νικόδημον Πετρόπουλον, Προϊστάμενον ἱ. Ν. Ἁγίου Παύλου Πατρῶν – Πάτρας,
Ἀρχιμ. π. Παῦλον Δημητρακόπουλον, Θεολόγον (Mr Θεολογίας), Διευθυντὴν τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς, Πειραιᾶ
Ἀρχιμ. π. Ἰωὴλ Κωνστάνταρον, Ἱεροκήρυκα, Ἱ. Μητροπόλεως Κονίτσης, Κόνιτσαν,
Ἀρχιμ. π. Κύριλλον Κωστόπουλον, (Dr. Θεολογίας) Ἱεροκήρυκα Ἱ. Μητροπόλεως Πατρῶν, Ἀσημάκη Φωτήλα 14-16 – τ.κ. 262 24 Πάτρας,
Πρωτ/ρον π. Πέτρον Heers, διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ, e-mail: info@ uncutmountain.com,
Πρωτ/ρον π. Ἀναστάσιον Γκοτσόπουλον, Θεολόγον, (Μr. Θεολογίας), ἐφημέριον Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πατρῶν, Πάτρας,
Πρωτ/ρον π. Ἄγγελον Ἀγγελακόπουλον, Θεολόγον, κληρικὸν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς, Πειραιᾶ
ὁσ. Μοναχὸν Ἀρσένιον Βλιαγκόφτην, Ἱ. Μονὴν Ἁγ. Ἀρσενίου Καπαδόκου, Βατοπέδι Χαλκιδικῆς.
ὁσ. Μοναχὸν Ἐπιφάνιον Καψαλιώτην, Καψάλαν Ἁγίου Ὄρους, Καρυὰς
ὁσ. Μοναχὸν Δαμασκηνόν, Κελλίον Φιλαδέλφου Ἁγίου Ὄρους, Καρυὰς

ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ:
κ. Σταῦρον Μποζοβίτην, Θεολόγον – Συγγραφέα, μέλος τῆς Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», – Ἰσαύρων 42, Ἀθήνας
κ. Νικόλαον Σαββόπουλον, Θεολόγον, Ἐπιδαύρου 1, Ἁλμυρὴ Γαλατακίου, 201 00 Κόρινθον
κ. Δημήτριον Ρίζον, τηλ. 23850-28940, Φλώριναν,
κ. Ἰωάννην Τάτσην, Καρτάλη 12Α, 453 32 Ἰωάννινα, thriskeftika.­blogspot.­com/. τηλ. 26510-68589

ΘΕΟΛΟΓΟΥΝΤΑΣ:
κ. Δημήτριον Νατσιόν, Διδάσκαλον, Μεσημβρίας 20, 611 00 Κιλκὶς
κ. Βασίλειον Κερμενιώτην, Ἐκπαιδευτικόν, Κ. Ἀδαμοπούλου 11, 502 00 Πτολεμαΐδα

"Ν": Εκκλησιολογικές θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Η συμπεριφορά του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού προς τους Λατίνους


ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ

 
Εισαγωγικά

Ο Εφέσου άγιος Μάρκος ο Ευγενικός θεωρείται μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ομολογητής της Ορθοδόξου Πίστεως και προσαγορεύεται προς τούτο: «Άτλας της Ορθοδοξίας». Όπως ο Μ. Αθανάσιος και ο Μ. Βασίλειος υπήρξαν στην εποχή τους άτλαντες της Ορθοδοξίας και κράτησαν με αγώνες και θυσίες την Ορθόδοξη Πίστη αλώβητη από τη λαίλαπα του Αρειανισμού, έτσι και ο άγιος Μάρκος κράτησε αλώβητη την Ορθοδοξία από τη λαίλαπα του Παπισμού, που κατέτρωγε την Εκκλησία ήδη από τη γέννησή της.

Ακολουθώντας τους μεγάλους Πατέρες εφάρμοσε το «κατ’ οικονομίαν» σε πάμπολλες περιπτώσεις, αλλά μόλις υπήρχε κίνδυνος να ανατραπεί ή απλώς να θιγεί το δόγμα, εκεί παρέμεινε άκαμπτος τηρητής της Ι. Παρακαταθήκης, μη δεχόμενος καμία, έστω και ελάχιστη υποχώρηση και εφαρμόζοντας επακριβώς το «κατ’ ακρίβειαν».

Στη θέση του αυτή έμεινε μόνος και εγκαταλειμμένος από τους πάντες, πλην όμως αυτή του η αντίδραση κράτησε την Ορθοδοξία στο ύψος της και οι επόμενοι αιώνες τον δικαίωσαν. Έδωσε και έδειξε τη μεγάλη του αγάπη ακόμη και στους αιρετικούς Λατίνους, γιατί αλγούσε για τα παραπλανημένα αυτά τέκνα της Εκκλησίας και έκανε μύριες προσπάθειες να τους φέρει στην Εκκλησία του Χριστού. Παρεξηγήθηκε και πολεμήθηκε, πλην όμως δικαιώθηκε, γιατί θεωρήθηκε τελικά ο προστάτης της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης, όπως και οι προηγούμενοι μεγάλοι Πατέρες (Αθανάσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος, Φώτιος, Παλαμάς).

Θεωρούμε, ότι η στάση και η συμπεριφορά του αγίου Μάρκου στους Λατίνους, οι κάποιες υποχωρήσεις του στους Κανόνες, αλλά και η σταθερότητά του στο Δόγμα θα πρέπει να ακολουθούνται και σήμερα, που έχει αναπτυχθεί μια εργώδης προσπάθεια προσέγγισης με τους Λατίνους και επαναφοράς τους στη μία Ποίμνη. Δύσκολη προσπάθεια, που χρειάζεται πολύ λεπτούς χειρισμούς, βαθύτατη γνώση των Πατέρων και της πρακτικής τους και ειδικά του αγίου Μάρκου, ο οποίος, ενώ έκανε «αβαρίες» στους Κανόνες, έμεινε όμως στερρός στην Πίστη και το Δόγμα. Η στάση του, ίσως θα πρέπει να προβληματίσει όσους διαμαρτύρονται, για κάποιες παραβάσεις κανόνων, όπου προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστον, θα πρέπει να πρυτανεύσει το του αγίου Νεκταρίου, όπου σε ανάλογες περιπτώσεις στην εκκλησιαστική ιστορία, τις δικαιολογούσε, όπου «Πίστις το κινδυνευόμενον» Λέγει π.χ. σχετικά με τη στάση των αντιπροσώπων του Πάπα άγιου Λέοντα: «Πως ήκουσαν τοσαύτα ψεύδη! Πως δεν διερράγησαν εκ της αγανακτήσεως! Πάντως επιβάλλουσα ανάγκη έθετο φυλακήν τοις στόμασιν αυτών. Οι πατέρες έπασχον όμοιον προς τον εν παρεμβολή ιστάμενον και πιεζόμενον υπό του ιδίου συμμάχου προς παραχωρήσεις. Τοιαύτη αληθώς η θέσις των αγίων της Οικουμενικής Συνόδου πατέρων. Εάν η αγανάκτησις απέκρουεν αυτούς, ο σκοπός της συνόδου εματαιούτο, η δε αίρεσις θα ελυμαίνετο την Εκκλησίαν. Η φρόνησις απήτει την ανοχήν χάριν της πίστεως και τούτο εποίησαν οι μακάριοι πατέρες» (Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 151-152). Τι δέχτηκαν λοιπόν οι πατέρες της Δ΄ και τι ανέχθηκαν, χάριν της συνοχής της Εκκλησίας; Μα δέχτηκαντον Πάπα της Ρώμης να υπέρκειται της Συνόδου, κάτι αδιανόητο στις μέρες μας!

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΔΑΣΗΣ


 

Ο Εφέσου Άγιος Μάρκος Ευγενικός

Γενικά

Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (13931445), υπήρξε Μητροπολίτης Εφέσου και μια από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές και θεολογικές προσωπικότητες της εποχής του. Θεωρείται ο κύριος παράγοντας της αποτυχίας της ένωσης της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας στη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας, όπου ήταν ο μόνος που αρνήθηκε φανερά να υπογράψει. Υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των ανθενωτικών, προτείνοντας ακραίες λύσεις για την αποφυγή της ένωσης των δύο εκκλησιών («καλύτερα σκλαβωμένα σώματα στους Τούρκους, παρά σκλαβωμένο πνεύμα στον αιρετικό πάπα»). Για το λόγο αυτό εκδιώχτηκε από την αυτοκρατορική αυλή, που επεδίωκε μια συμβιβαστική λύση του ζητήματος, για την αντιμετώπιση του οθωμανικού κινδύνου. Μετά τον θάνατο του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και την αναρρίχηση στο Πατριαρχικό θρόνο του ανθενωτικού Πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάριου, ο οποίος υπήρξε μαθητής του, ανακηρύχθηκε σε Άγιο.
Βίος

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1393 και έλαβε θεολογική και φιλοσοφική παιδεία κοντά σε περίφημους σοφούς της εποχής (Γεώργιο Πλήθωνα, Ιωάννη Χορτασμένο, Μανουήλ Χρυσοκόκκο), χάρη στις δυνατότητες, που του παρείχε η σχετικά ευκατάστατη οικογένεια του, καθότι ο πατέρας του Γεώργιος κατείχε το υψηλό αξίωμα του «Μεγάλου χαρτοφύλακα του θρόνου». Η προσωνυμία του, Ευγενικός, κληρονομήθηκε από τον πατέρα του, όπως και η κατεύθυνση προς την εκκλησιαστική ζωή. Το 1418 ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και μόνασε στη μονή του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων, όπου αφιερώθηκε στη μελέτη και τη συγγραφή. Το 1437 εκλέχθηκε Επίσκοπος Εφέσου, μετά την εκδήλωση σχετικού ενδιαφέροντος και από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, με κύριο στόχο να λάβει μέρος στη σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας.

Λόγω των θεολογικών του γνώσεων ορίστηκε εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στην αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ενωτική σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439).

Κύριο επιχείρημα του Μάρκου κατά της ένωσης, και ο λόγος για τον οποίον τελικά αρνήθηκε να υπογράψει τον ενωτικό Όρο της συνόδου, ήταν η προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως του Filioque, την οποία θεωρούσε αιρετική. Το κοινό αίσθημα στην Κωνσταντινούπολη ήταν μαζί του, αφού μετά την ολοκλήρωση της συνόδου «είδε το πλήθος δοξάζον αυτόν ως μη υπογράψαντα, και προσεκύνουν αυτόν οι όχλοι καθάπερ Μωυσεί και Ααρόν και ευφήμουν αυτόν και Άγιον εκλάλουν». Η άρνησή του να υπογράψει ανέδειξε τον Μάρκο τον Ευγενικό, ως τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της ανθενωτικής τάσης μέσα στα πλαίσια της Ορθοδοξίας, αλλά και στόχο της πολεμικής του αυτοκράτορα και της παράταξης των Ενωτικών. Αρνήθηκε την προσφορά του αυτοκράτορα να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης και δεν δέχθηκε να συλλειτουργήσει με τον ενωτικό πατριάρχη Μητροφάνη Β΄. Εκοιμήθη το 1445.

Ο πρώτος, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς, Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος, με συνοδική πράξη, όρισε το 1456 ως ημέρα εορτασμού της μνήμης του την 19η Ιανουαρίου και συντάχθηκε ειδική ακολουθία. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε και με νεώτερη συνοδική πράξη επί Πατριαρχείας Σεραφείμ Α΄ (1734).
Συγγραφικό έργο

Άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο, θεολογικό και λειτουργικό:
Κεφάλαια συλλογιστικά κατά της αφέσεως των Ακινδυνιστών περί διακρίσεως θείας ουσίας και ενεργείας
Αντίρρησις των λατινικών κεφαλαίων, όπερ αυτού προέτεινον περί του περκατορίου πυρός
Απολογία προς Λατίνους δευτέρα
Αποκρίσεις προς τας επενεχθείσας αυτώ απορίας και ερωτήσεις επί ταις ρηθείσαις ομιλίαις παρά των καρδιναλίων και των άλλων λατινικών διδασκάλων
Συλλογιστικά κεφάλαια προς Λατίνους
Συλλογαί… περί του αγίου Πνεύματος
Διάλογος, ου η επιγραφή Λατίνος ή περί της εν τω Συμβόλω προσθήκης
Συλλογισμοί δέκα, δεικνύοντες ότι ουκ εστί πυρ καθαρτήριον

Ομολογία της ορθής θέσεως, εκτεθείσα εν Φλωρεντία κατά την προς Λατίνους γενομένην σύνοδον κ.λπ.

Συμπεριφορά στους Λατίνους

Η σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας έγινε 385 χρόνια μετά το Σχίσμα Ανατολής και Δύσης, οι δε αιρετικές θέσεις των Λατίνων ήταν απολύτως γνωστές στον άγιο Μάρκο. Παρ’ όλα αυτά ο άγιος έκανε μεγάλη προσπάθεια να πείσει τους Λατίνους, παραβαίνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τους ιερούς Κανόνες, που αποκλείουν κάθε επαφή με αιρετικούς. Και τούτο με την ελπίδα της επιστροφής (και όχι της ένωσης). Έτσι:

1/ Αναγνώρισε τον αιρετικό Παπισμό, ως «αδελφή Εκκλησία»: Ο ίδιος ο Εφέσου Μάρκος χαρακτηρίζει τις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης ως «Αδελφές Εκκλησίες», οι οποίες πρέπει με τη βοήθεια του Θεού να συμφιλιωθούν και αποκαταστήσουν την ειρήνη μεταξύ των. Έτσι λέγει: «Επειδή τοίνυν δια της εκφωνήσεως ταύτης (ήτοι του filioque) η αγάπη λυθείσα συνδιέλυσε την ειρήνην και από τούτου το σχίσμα παρηκολούθησε, νυν δε ευδοκία Θεού βουληθείσα η ρωμαϊκή εκκλησία την ειρήνην ανακαλέσασθαι δια της αγάπης ήρξατο τούτο ποιείν, και αύθις η ημετέρα εκκλησία μετά της αυτής αγάπης προσέδραμε προς την αδελφήν αυτής, μάλλον δε προς αδελφάς. ελπίς έστι άχρι τέλους, του Θεού συνεργούντος, επακολουθήσειν και την ειρήνην και τα σκάνδαλα εκ μέσου γενήσεσθαι, και καθάπερ επί των νοσημάτων, επενεχθήσεσθαι την διόρθωσιν» (Acta Graecorum, σ. 52). Επίσης διαλεγόμενος με την προοπτική της αληθινής επανένωσης με τους Λατίνους, τους ωνόμαζε όχι απλά αδελφούς, αλλά φίλους, πατέρες και αγίους (AG σ. 216, Συρόπουλου, Απομνημονεύματα, VIII, 6, σ. 394, IV, 31, σ. 230, επίσης και Βαφείδης Φ.).

2/ Προσφώνησε τον Πάπα Ευγένιο Δ΄ με ευγενικά λόγια και τίτλους, που δεν αρμόζουν σε αιρετικό: Ας θυμηθούμε λοιπόν την προσφώνηση του Εφέσου αγίου Μάρκου στον αιρετικό Πάπα Ρώμης Ευγένιο Δ΄: «Άκουσε σεβάσμιε Πάπα της Ρώμης και διδάσκαλε της Λατινοσύνης…..» και σε άλλη περίπτωση: «Τω Μακαριωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης», αλλά και τις προσφωνήσεις του προς τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και τον Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄: «Ακούσατε, άγιε αυτοκράτορ κύριε Ιωάννη και άγιε πατριάρχα Ιωσήφ…..» (Ν. Βασιλειάδη, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, σελ. 91, 93, 245).

3/ Συμμετείχε σε συμπροσευχές με αιρετικούς: Ο ίδιος ο άγιος συμμετείχε στην εναρκτήρια τελετή-προσευχή στη Φεράρα, αλλά όχι στο συλλείτουργο με τον Πάπα με το τέλος της Συνόδου Φλωρεντίας (πρακτικά συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας, στήλες 475-478), η δε κηδεία και η ταφή του Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ έγινε τον Ιούνιο του 1439 στον ΡΚαθολικό ναό της Santa Maria Novella στη Φλωρεντία παρόντος βέβαια και του αγίου Μάρκου: «Και τη εννάτη ώρα ελάβομεν τον νεκρόν του πατριάρχου και απήλθομεν φορούντες πάντες τας αρχιερατικάς στολάς εν τω ναώ της αγίας Μαρίας της Νοβέλλας και επληρώσαμεν εντός του ναού, πάντα τα της ταφής, και ασπασθέντες κατά το έθος, εθάψαμεν αυτόν εντός του ναού, προς το μέρος του σκευοφυλακίου προς μεσημβρίαν, εποίησαν δε πολλήν τιμήν εις την προπομπήν αυτού οι τε καρδινάλιοι, αρχιεπίσκοποι, και συν αυτοίς οι αυθένται και οι άρχοντες της Φλωρεντίας (…..). Και ετάφη λαμπρώς εν τω μοναστηρίω των μοναχών του σχήματος του αγίου Δομενίκου, εν τω ναώ αυτών, ένθα και ο πάπας ήν κατοικών» (Πρακτικά ….. Vol. V, fasc II, σελ. 445 (21-35).

4/ Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε, ότι κατά την διάρκεια των Θεολογικών Διαλόγων με αιρετικούς, οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν αρκετές φορές φράσεις ευγενείας προς αυτούς, χωρίς φυσικά αυτές να ανταποκρίνονται προς την αυστηρή Ορθόδοξο εκκλησιολογία ή τα εκκλησιολογικά τους φρονήματα. Είναι απολύτως χαρακτηριστικές οι σχετικές φράσεις του αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά την έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου με τους Λατίνους στην Φερράρα το 1438: «Σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και ερρηγμένα προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται. Ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων Χριστός ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι… Δια τούτο εξήγειρέ σε τον των Ιερέων αυτού πρωτεύοντα (δηλ. τον πάπα), προς την ημετέραν κλήσιν… Δεύρο δη ουν, αγιώτατε πάτερ, υπόδεξαι τα σα τέκνα… Μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού, και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους;…» (Κάλλιστου Βλαστού, Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος….., σελ. 135-136)

Οι ανωτέρω φράσεις ευγενείας του μεγάλου Ομολογητού δεν ανταποκρίνονται φυσικά με ακρίβεια στις αυστηρές, εκκλησιολογικές του απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι Λατίνοι ήταν απερίφραστα «αιρετικοί» (Mansi 31A, 885D), και μάλιστα «εκ πολλών χρόνων αποκεκομμένοι (εκ της Εκκλησίας) και σεσηπομένοι και μυρίοις αναθέμασιν υποκείμενοι» (Ανδρ. Δημητρακόπουλου, Ορθόδοξος Ελλάς, σελ. 106)).

5/ Η παρουσία του αγίου Μάρκου στις συνεδριάσεις της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν πλήρης και καθολική σε όλες τις συνεδριάσεις, πλην δυο, όπου του απαγορεύθηκε η συμμετοχή. Έτσι:

α/ Στη σύνοδο Φερράρας:

Πραγματοποιήθηκαν 14 συνεδριάσεις από 9.4.- 13.12.1438, στις οποίες ΟΛΕΣ συμμετείχε ο άγιος Μάρκος

β/ Στη σύνοδο Φλωρεντίας:

Πραγματοποιήθηκαν πολλές συνεδριάσεις από 26.2.- 6.7.1439, στις οποίες όλες παρέστη ο άγιος Μάρκος, εκτός από ΔΥΟ συνεδριάσεις (21.3 και 24.3.1439), στις οποίες του απαγορεύθηκε η συμμετοχή από τον αυτοκράτορα, ο οποίος τον έκλεισε στο κελί του με φρουρά (Ν. Βασιλειάδη, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, σελ. 124).

Συμπέρασμα: ο άγιος Μάρκος συμμετείχε σε όλες τις συνεδριάσεις, εκτός από δυο και όχι με δική του υπαιτιότητα. Σε όλες τις άλλες συμμετείχε και από καμία δεν απουσίασε αυτοβούλως.

Μπορεί να θρηνούσε και να αλγούσε, για το κατάντημα των ορθοδόξων αρχιερέων, αλλά ήταν υπάκουος στα κελεύσματα του αυτοκράτορα.

6/ Παραδέχτηκε το βάπτισμα των Λατίνων, ως έγκυρο, μετά τη σύνοδο: Στο πρόβλημα του βαπτίσματος των Λατίνων, ο Εφέσου Μάρκος προτιμά την οικονομία, παρότι ακραιφνέστατος Ορθόδοξος στην πίστη, μαρτυρώντας «περί της καθολικής πράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ομολογεί ότι: «χρίομεν τους εξ αυτών (δηλ. των Λατίνων) ημίν προσιόντας….. ως αιρετικούς όντας» (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….. σ. 981), δηλ. εντάσσει τους Λατίνους ως αιρετικούς στην ομάδα των Αρειανών κ.λπ. της Β΄ Οικουμενικής, παρ’ όλον ότι γνωρίζει τον τύπον του ραντισμού, τον οποίον αποκηρύσσει. Έτσι, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος εμφανίζεται αντίθετος προς τον Εφέσου Μάρκο, καθότι ο τελευταίος δέχεται το βάπτισμα των Λατίνων (δηλ. το ράντισμα). Ο Δοσίθεος λοιπόν το κατ’ ακρίβειαν και ο Μάρκος το κατ’ οικονομίαν.

Σύνοψη

Ο Μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος ήταν απόλυτα διατεθειμένος υπέρ του Διαλόγου. Ήταν ειλικρινής, πιστός άνδρας με καλό χαρακτήρα, ο οποίος ενεργούσε για το καλό ολόκληρης της Εκκλησίας. Με τα κίνητρα αυτά ήθελε να συμβάλει στην αποκατάσταση της κοινωνίας και την ομολογία της αυτής πίστης με την αδελφή, δυτική εκκλησία. Και ακριβώς, για τους λόγους αυτούς, τόνιζε: «Ημείς, ω φίλοι πατέρες, ουκ αντιλέγειν αλλήλοις απλώς ουδέ τα παρ’ αλλήλων λεγόμενα ανατρέπειν συνεληλύθημεν. Τούτο γαρ φιλοτιμίας έχεται μάλλον ή της προς αλήθειαν φερούσης οδού, αλλ’ ίνα κοινή συζητούντες έκαστον των ανακυπτόντων εις μέσον και μετά πάσης ακριβείας ειρηνικώς τε και απλώς και φιλικώς αυτό εξετάσαντες, ούτω τα εξής περαίνομεν, άχρις αν επί τη κοινή ζητούμενον αμφότεροι τέλος καταντήσωμεν, όπερ εστίν η της αληθείας εύρεσις» (AG 187). Καυτηριάζει λοιπόν εδώ, ο άγιος Μάρκος, την τακτική που επικρατούσε, δηλ. οι δυο πλευρές φρόντιζαν να βρουν τα πιο ισχυρά επιχειρήματα, για να διαλύσουν και εξουθενώσουν τις απόψεις του αντιπάλου και τοιουτοτρόπως στις διαμάχες αυτές χάνονταν ο κύριος σκοπός, δηλ. η επίλυση των προβλημάτων.

Ο άγιος Μάρκος δεν επεδίωκε επιφανειακή και ψεύτικη καταλλαγή ή εκκλησιαστικοπολιτική ή ακόμη και μόνο πολιτική συμβατική συνύπαρξη. Ούτε ενεργούσε εγωιστικά, για να προβληθεί ο ίδιος. Ουδείς λόγος περί υποχωρήσεων, ουδείς λόγος περί υποταγής, ουδείς λόγος περί απεμπολήσεως της αληθείας, αλλά επιδιώξεως της συμφωνίας εν αληθεία, για την αποκατάσταση της αρμονίας και της ενότητας, δια του Διαλόγου. Δεν επεδίωκε λοιπόν τον διάλογο, για να νικήσει με τα ισχυρότερα επιχειρήματά του τους αντιπάλους και να θριαμβολογήσει εγωιστικά. Και στο σημείο αυτό καταφαίνεται η αγαθή του πρόθεση και διάθεση που βασιζόταν στο πνεύμα των αρχαίων και μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας.

Εκείνο, λοιπόν, το οποίον έφερε τον άγιο Μάρκο στη σύνοδο αυτή, όπου σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος των διαπραγματεύσεων και του Διαλόγου, ήταν η εκκλησιαστική του συνείδηση και η πεποίθησή του, ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί το ιερό αίτημα της αποκατάστασης της πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας στην καθόλου Εκκλησία Ανατολής και Δύσης, η οποία έπρεπε να στηρίζεται στην αγάπη και την αλήθεια της πίστεως. για το λόγο αυτό ήταν υπέρ του Θεολογικού Διαλόγου, υπέρ του Οικουμενικού (και όχι βέβαια Οικουμενιστικού) Διαλόγου, θα λέγαμε σήμερα, με τα χαρακτηριστικά της αντικειμενικότητας, της αλήθειας και της αγάπης.

Για το σκοπό αυτό, δεν δίστασε ακόμη και να παραδεχτεί, ότι η αιρετική παρασυναγωγή της Ρώμης ήταν η αδελφή εκκλησία, δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι το Σώμα της Εκκλησίας (στο οποίον βέβαια συμπεριλαμβάνοντο και οι Λατίνοι) είναι διηρημένο («ου γαρ ανέχεται….. ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι», ως ανωτέρω). Δεν δίστασε ακόμη να παραδεχτεί, ότι είναι και αυτός ο ίδιος τέκνο του (αιρετικού βεβαίως) Πάπα («….. αγιώτατε πάτερ υπόδεξαι τα σα τέκνα…..», ως ανωτέρω)!

Δυστυχώς όμως, τόσον η σύνοδος γενικά, όσο, (και αυτό είναι ακόμη χειρότερο), και οι αδελφοί του από την Ανατολική Εκκλησία δεν τον ακολούθησαν. Και τελικά δεν μπόρεσε να ακουστεί, αφού ο αυτοκράτορας δεν του επέτρεψε να λάβει μέρος στις δυο πιο κρίσιμες συζητήσεις. Το γεγονός ότι έμεινε τελικά μόνος, δεν μειώνει ούτε το ανάστημά του, ούτε και την ορθότητα της πίστεώς του, η οποία δεν καθορίζεται μόνο με την απλή, νομοτυπική πλειοψηφία αποφάσεων. Η αλήθεια όμως δεν εξαρτάται από την αριθμητική πλειοψηφία. Μάρτυρας είναι η ιστορία. Με την απόλυτη πεποίθηση λοιπόν για την ορθότητα της πίστεώς του, δεν μπορούσε να απαρνηθεί την πίστη του και να αποδεχθεί τις αποφάσεις της συνόδου εκείνης, απλούστατα συμφωνώντας με την πλειοψηφία της. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο ολόκληρη η Ορθοδοξία μέχρι σήμερα είναι αδύνατο να συμφωνήσει και να αποδεχθεί τις αποφάσεις εκείνες.

Σύγχρονη πρακτική

Θα αναρωτηθεί κανείς; Άραγε, τι κάνουμε εμείς σήμερα; Προσπαθούμε να ακολουθήσουμε την τακτική του αγίου Μάρκου, αντιτιθέμεθα σ’ αυτήν ή τηρούμε μια κάποια άλλη (διπλωματική) στάση, στις σχέσεις μας με τους Λατίνους; Τους αναγνωρίζουμε, ως αιρετικούς ή δεν τους αναγνωρίζουμε, διαλεγόμαστε, συγχρωτιζόμαστε, συμπροσευχόμαστε, παραδεχόμαστε ή απορρίπτουμε κάποιες θέσεις τους, τι τέλος πάντων κάνουμε σήμερα;

Είναι αλήθεια, ότι μετά το Σχίσμα Ρώμης – ΚΠολης το 1054, οι σχέσεις μεταξύ των δυο εκκλησιών πάγωσαν. Αυτό δεν συνέβη βέβαια και με τ’ άλλα Πατριαρχεία, όπου οι σχέσεις διακόπηκαν πολύ αργότερα: Τον 13ο αι. για την Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα και τον 14ο για την Αλεξάνδρεια (Ράνσιμαν). Οι θέσεις των Λατίνων έχουν ελεγχθεί από πληθώρα αγίων, κατά καιρούς και έχουν καταδικαστεί από πολλές Πανορθοδόξους Συνόδους, του 18ου και του 19ου αι. δεν έχουν όμως μέχρι σήμερα καταδικαστεί από Οικουμενική Σύνοδο με τελεσίδικη απόφαση. Για παράδειγμα, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν χαρακτηρίζει τη Ρώμη, ως αιρετική. Παρ’ όλη τη διακοπή των σχέσεων Ανατολής-Δύσης υπήρξαν κατά καιρούς ποικίλλες επαφές και μεμονωμένες άτυπες συναντήσεις. Από τις αρχές του 20ου αι. ξεκίνησαν κάποιες τυπικές επαφές και συναντήσεις μεταξύ Ρώμης και ΚΠολης, που οδήγησαν το 1964 στην άρση των αναθεμάτων του 1054 (όπου το ανάθεμα της Ρώμης αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τον Πατριάρχη Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο και όχι την Εκκλησία της ΚΠολης ή άλλη Εκκλησία) και έκτοτε οι συναντήσεις πύκνωσαν, συστάθηκαν δε και επιτροπές θεολογικών διαλόγων, που κατά καιρούς συνεδριάζουν, με θέματα, όπως το πρωτείο, το Φιλιόκβε και άλλα. Έκτοτε άρχισαν να γίνονται και επισκέψεις των Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα της Ρώμης και ειδικά επισκέψεις και του Πάπα στο Φανάρι, στις θρονικές εορτές, όπου εκεί επισυμβαίνουν και συμπροσευχές ή ακόμη και σε κάποιες άλλες συναντήσεις σε συνέδρια και σε μεικτές επιτροπές. Η στάση αυτή και ειδικά οι συμπροσευχές έχουν δυσαρεστήσει ορισμένους παραδοσιακούς κληρικούς και πιστούς, οι οποίοι αρχίζουν να δημιουργούν αντιδράσεις και να εκφράζονται σε ένα ρεύμα αντίθετο σε διαλόγους και συμπροσευχές, την λεγόμενη αντι-οικουμενιστική κίνηση. Κάποιοι, περισσότερο ζηλωτές προχωρούν ακόμη και σε αποτειχίσεις από Επισκόπους, τους οποίους κατηγορούν, ως οικουμενιστές, ακόμη και ως αιρετικούς.

Ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα των αντι-οικουμενιστών κατά των Ορθοδόξων Εκκλησιών είναι κυρίως οι ποικίλου είδους συμπροσευχές, που τελούνται μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι Ορθόδοξοι κληρικοί «συμπροσεύχονται, συνεορτάζουν και συλλειτουργούν με τους αιρετικούς Φράγκους… και ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος συμπροσευχήθηκε στις Η.Π.Α. ακόμη και με ιεροφορεμένες παπαδίνες».

Θεωρείται, ότι οι ανωτέρω συμπροσευχές προκαλούν πράγματι μεγάλο σκανδαλισμό στους πιστούς, καθώς μάλιστα απαγορεύονται αυστηρά από όλους τους αγίους Πατέρες. «Επιπλέον», σύμφωνα με την Επιστολή της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο (13-6-1999), «μία τοιαύτη πρακτική συμπροσευχών αντίκειται σαφώς εις τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας... Εφ’ όσον, άλλωστε, ουδεμία προοπτική διαφαίνεται εις τους ετεροδόξους Χριστιανούς να εγκαταλείψουν τα αιρετικά δόγματα και τας αντευαγγελικάς διδασκαλίας, εις τι θα εξυπηρετήσουν αι συμπροσευχαί, παρά εις την άμβλυνσιν του Ορθοδόξου αισθητηρίου και συγκρητιστικήν σύγκλησιν;»

Βέβαια κάποιοι ισχυρισμοί των αντιδρώντων, ότι Ορθόδοξοι κληρικοί συλλειτουργούν με αιρετικούς είναι τελείως αναληθείς, καθώς ουδεμία ένωση μαζί τους έχει πραγματοποιηθεί και πιστεύεται, ότι ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Οι δε συμπροσευχές, όσο απογοητευτικές και αν είναι, αποτελούν παραβάσεις ιερών κανόνων και μόνο. Ως εκ τούτου η τακτική των αντιδρώντων να χαρακτηρίζουν ως αιρετικούς, όσους συμπροσεύχονται με τους αιρετικούς, και να προτρέπουν σε διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους θεωρείται ότι είναι αντιπατερική. Δεν υπάρχει ούτε ένας ιερός κανόνας ή πατερική διδασκαλία που να εκφράζει τέτοιες απόψεις. Αν επιτρέποντο οι διασπάσεις λόγω της παράβασης των ιερών κανόνων και μόνο, τότε σήμερα δεν θα υφίστατο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ως αναληθής τέλος και άνευ σοβαρών αποδείξεων κρίνεται επίσης η άποψη, που κυκλοφορεί, περί δήθεν «συμπεριλήψεως του Πάπα εις τα δίπτυχα, τουλάχιστον από το 1968 και εντεύθεν».

Ακόμη και ο ιε΄ κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου, στον οποίον στηρίζονται πολλοί αντι-οικουμενιστές, ομιλεί για διακοπή μνημοσύνου κληρικού, που διδάσκει «κατεγνωσμένη αίρεση». Δια τους μη εισέτι καταδικασθέντες κληρικούς όμως που διδάσκουν τέτοια αίρεση, η διακοπή μνημοσύνου είναι δυνητική (προαιρετική) και όχι υποχρεωτική. Αν σκανδαλίζεται ο κληρικός, διακόπτει το μνημόσυνο, αν δεν σκανδαλίζεται, δεν διακόπτει, δεν αφορά δε σε λαϊκούς (άγιος Νικόδημος, Πηδάλιο, σελ. 358, π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Τα δύο άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός). Προς τούτο ο κανόνας αυτός δεν επιβάλλει επιτίμιο σ’ όσους δεν σκανδαλίζονται και δεν διακόπτουν το μνημόσυνο. Αντίθετη άποψη έχει εκφράσει ο π. Ε. Τρικαμηνάς (Η Διαχρονική συμφωνία των αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του 15ου κανόνος……….), όπου αναφέρει διάφορες πατερικές θέσεις απομάκρυνσης των Ορθοδόξων από αιρετικούς.

Η θύελλα των διαμαρτυριών έχει επικεντρωθεί στις συμπροσευχές Ορθοδόξων και Λατίνων, πλην όμως δεν υπάρχει καμία διαμαρτυρία για τις συμπροσευχές Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, οι οποίες διενεργούνται εδώ και αιώνες! Είναι γνωστόν, ότι οι Μονοφυσίτες έχουν καταδικαστεί από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, με την παραδοχή, ότι ο Χριστός έχει μόνο μια φύση, τη θεία. Αυτό δεν ήταν όμως δυνατόν να αποτρέψει τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς αυτούς, οι οποίες ξεκίνησαν και τυπικά 200 χρόνια μετά την καταδίκη τους και συνεχίζονται μέχρι σήμερα αδιάκοπα! Πρόκειται, για την Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπου εκεί έχουμε συμπροσευχές μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, εδώ και 1370 χρόνια και πιο συγκεκριμένα:

Με το διάταγμα του Σουλτάνου Ομάρ Χατάμπ, η αφή του αγίου φωτός γίνεται με μια συγκεκριμένη εθιμοτυπία: «Ἡ εθιμοτυπία αύτη βασίζεται επί ρητών διατάξεων των παρ’ ημίν Σουλτανικών ορισμών, εις ένδειξιν των πρωτείων ημών εν τω Πανιέρω Ναώ κατά τα υπό του Ομάρ Χαττάπ και των διαδόχων αυτού χορηγηθέντα προνόμια τω Γένει των Ορθοδόξων Ρωμαίων» (Umar ibn al–Khattab, 640 μ.Χ, Επίσημη ιστοσελίδα Πατριαρχείου Ιεροσολύμων).

Τι συμβαίνει πράγματι; Το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου, ο Ναός της Αναστάσεως πλημμυρίζει από πιστούς Ορθόδοξους και Μονοφυσίτες (Αρμένιους, Κόπτες και Συροϊακωβίτες), για την τελετή αφής του αγίου φωτός. Ο Ορθόδοξος Πατριάρχης εισέρχεται στον Πανάγιο Τάφο για την τελετή, μαζί με Αρμένιο κληρικό. Εκεί αφού προσευχηθούν, ο Πατριάρχης παραδίδει το άγιο φως, πρώτα στον αιρετικό κληρικό και κατόπιν μετά το άνοιγμα της θύρας και πριν παραδώσει το άγιον Φως στους Ορθοδόξους πιστούς, εισέρχονται εντός του Π. Τάφου δυο αιρετικοί κληρικοί (Κόπτης και Συροϊακωβίτης), οι οποίοι παραλαμβάνουν το άγιο Φως από τα χέρια του Πατριάρχη. Αφού εξέλθουν αυτοί, τότε εξέρχεται ο Πατριάρχης και παραδίδει το Φως στους Ορθόδοξους. Είναι γνωστόν από τους Ι. Κανόνες, ότι συμπροσευχές με αιρετικούς απαγορεύονται με την ποινή της καθαίρεσης. Άραγε, μήπως υπάρχουν συμπροσευχές που επιτρέπονται και δεν υπάρχει επιτίμιο ή η μακρόχρονη πρακτική κατακυρώνει παράδοση, μιας και οι σχετικές τελετές χρονολογούνται από τον 7ο αι; Γιατί, άλλες συμπροσευχές, σε άλλα σημεία του κόσμου επικρίνονται σφόδρα και για τις συγκεκριμένες (όπου μετέχουν κληρικοί και λαϊκοί) τηρείται σιγή ιχθύος;

Επανερχόμεθα στον άγιο Μάρκο και τη συμπεριφορά του στους Λατίνους και την συγκρίνουμε με την συμπεριφορά π.χ. του Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τους Λατίνους. Ο άγιος Μάρκος ασφαλώς ήξερε, ότι ο Πάπας ήταν αιρετικός. Τότε γιατί αυτή η παρεξηγήσιμη συμπεριφορά του; Μπορούμε να διερευνήσουμε τα κρυπτά της καρδίας του; Υποθέτουμε, ότι το έπραξε σαν ύστατη προσπάθεια ένωσης με τους Λατίνους (κατά τη δική του έκφραση) και όχι επιστροφής τους, η οποία προσπάθεια τελικά απέτυχε. Μήπως ο Πατριάρχης ακολουθεί την τακτική του αγίου Μάρκου, για την ένωση; Μπορεί να εμβαθύνουμε στα κρύφια της καρδίας του; Εικασίες μπορούμε να κάνουμε: Εάν η πρόθεσή του είναι αγαθή και συμβεί κάποιο θετικό βήμα (πράγμα φοβερά δύσκολο, αν όχι ουτοπικό), τότε θα υπάρξει έπαινος. Αν όμως η πρόθεσή του δεν είναι αγαθή, αν είναι ύπουλη, αν σκοπεύει σε ίδιον όφελος, αν καταστρατηγεί το δόγμα, αν ωθεί την καθόλου Εκκλησία στο βόθυνο, τότε η καταδίκη του είναι σίγουρη. Ελπίζουμε να ισχύει το πρώτο, προς δόξαν Θεού! Εμείς όμως άχρι καιρού και με οδηγό το «κατ’ οικονομίαν» (όπως ακριβώς έκανε και ο άγιος Μάρκος), οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί και συγκρατημένοι.

Πηγές

Βικιπαίδεια: Λήμμα: Εφέσου Μάρκος.

Βασιλειάδη Ν.: Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών

Βλαστού Κάλλιστου: Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος

Δημητρακόπουλου Α. Ορθόδοξος Ελλάς

Θεοδωρόπουλου Ε. Τα δυο άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός

Θ.Η.Ε. Λήμμα: Μάρκος Ευγενικός

Καρμίρη Ι.: Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας

Λαρεντζάκη Γρ.: Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως.

Παπαδάκη Β. Αρχιμ. Το Σχίσμα του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού

Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Επίσημη ιστοσελίδα

Πηδάλιον. ιε΄ κανόνας ΑΒ΄ Συνόδου

Πισιδίας Μεθόδιου: Έλληνες και Λατίνοι

Ράνσιμαν Στ. Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα

Συρόπουλου Σ. Απομνημονεύματα.

Τρικαμηνά Ε. Η Διαχρονική συμφωνία των αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

Gill I. Actorum Graecorum Cincilii Fiorentini (AG)

Μansi 31Α, 885D

Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Η βαρυσήμαντη τοποθέτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος "Προς τον Λαό" & η εν Κρήτη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος του Ιουνίου 2016

 
 
Θεόδωρος Ι. Ρηγινιώτης

Ένα αξιοπρόσεκτο συμβάν στη σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδας, κατά τη γνώμη μου, είναι η έκδοση του πρόσφατου φυλλαδίου Προς τον Λαό (17 Ιανουαρίου 2017), όπου η Εκκλησία της Ελλάδος παρουσιάζει στο πλήρωμά της τις αποφάσεις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης (στο εξής: Α.Μ.Σ.), δίνοντας μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στην εκκλησιολογία της.
Το περιεχόμενο του φυλλαδίου δίδεται εδώ (1):

Iερά Σύνοδος: Προς το Λαό για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος απευθύνεται σε όλους τους πιστούς προκειμένου να τους ενημερώσει για την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, η οποία συνήλθε τον Ιούνιο του 2016 στην Κρήτη. Κύριος σκοπός της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ήταν η ενίσχυση και η φανέρωση της ενότητας όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αλλά και η αντιμετώπιση διαφόρων συγχρόνων ποιμαντικών ζητημάτων.
Με βάση τα συμπεράσματα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου:
Η Ορθόδοξη Εκκλησία εκφράζει την ενότητα και την καθολικότητά Της δια των Ιερών Μυστηρίων. Η συνοδικότητα υπηρετεί την ενότητα και διαπνέει την οργάνωση της Εκκλησίας, τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις Της και καθορίζει την πορεία Της. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι η Αγία Σύνοδος δεν αναφέρθηκε μόνον στο κύρος των γνωστών Οικουμενικών Συνόδων, αλλά σε αυτήν για πρώτη φορά αναγνωρίσθηκαν ως Σύνοδοι «καθολικού κύρους», δηλαδή ως Οικουμενικές, η Μεγάλη Σύνοδος επί Μεγάλου Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), οι επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά Μεγάλες Σύνοδοι (1341, 1351, 1368), και οι εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλες και Αγίες Σύνοδοι για την αποκήρυξη της ενωτικής Συνόδου της Φλωρεντίας (1438-1439), των προτεσταντικών δοξασιών (1638, 1642, 1672, 1691) και του εθνοφυλετισμού ως εκκλησιολογικής αιρέσεως (1872).

Οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν αποτελούν συνομοσπονδία Εκκλησιών, αλλά την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Για την Ορθόδοξη Διασπορά στις διάφορες χώρες του κόσμου αποφασίσθηκε να συνεχισθεί η λειτουργία των Επισκοπικών Συνελεύσεων με εκπροσώπους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών προκειμένου να διασφαλίζεται η αρχή της συνοδικότητας, μέχρι να εφαρμοσθεί η κανονική ακρίβεια.
Για την ορθόδοξη Εκκλησία η οικογένεια αποτελεί καρπό της «εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν» μυστηριακής ενώσεως ανδρός και γυναικός και είναι η μόνη εγγύηση της γεννήσεως και της ανατροφής των τέκνων.
Η Εκκλησία τονίζει διαρκώς την αξία της εγκρατείας, της χριστιανικής ασκήσεως. Η χριστιανική άσκηση δεν διακόπτει την σχέση του ανθρώπου με την ζωή και τον συνάνθρωπο, αλλά τον συνδέει με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Δεν αφορά μόνον τους μοναχούς. Το ασκητικό ήθος είναι χαρακτηριστικό της χριστιανικής ζωής.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία καταδικάζει τους διωγμούς, την εκδίωξη και δολοφονία μελών θρησκευτικών κοινοτήτων, τον εξαναγκασμό σε αλλαγή θρησκευτικής πίστεως, την εμπορία προσφύγων, τις απαγωγές, τα βασανιστήρια, τις απάνθρωπες εκτελέσεις, τις υλικές καταστροφές. Ιδιαίτερα εκφράζει την αγωνία Της για την κατάσταση των Χριστιανών και όλων των διωκωμένων μειονοτήτων στην Μέση Ανατολή και σε άλλα σημεία του κόσμου.
Βασικό έργο της Εκκλησίας είναι η Ιεραποστολή, δηλαδή ο αγώνας Της να δίνει συνεχώς την μαρτυρία της πίστεως και να κηρύττει το ευαγγέλιο είτε στους πιστούς που ζουν μέσα στις σύγχρονες εκκοσμικευμένες κοινωνίες είτε σε όσους δεν έχουν γνωρίσει ακόμη τον Χριστό.
Ο διάλογος κυρίως με τους ετεροδόξους χριστιανούς (άλλες χριστιανικές ομολογίες – αιρέσεις) γίνεται με βάση το χρέος της Εκκλησίας να μαρτυρεί προς κάθε κατεύθυνση την αλήθεια και την αποστολική πίστη. Έτσι γίνεται γνωστή σε αυτούς η γνησιότητα της Ορθόδοξης Παράδοσης, η αξία της πατερικής διδασκαλίας, η λειτουργική εμπειρία και η πίστη των Ορθοδόξων. Οι διάλογοι δεν σημαίνουν ούτε και θα σημαίνουν ποτέ οποιονδήποτε συμβιβασμό σε ζητήματα πίστεως.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως αυτή ομολογείται στο Σύμβολο της Πίστεως. Δεν νοείται αγιότητα του ανθρώπου εκτός του Σώματος του Χριστού, δηλαδή εκτός της Εκκλησίας (Εφ. α 23). Η αγιότητα είναι μετοχή στο μυστήριο της Εκκλησίας και στα ιερά μυστήριά της με επίκεντρο την Θεία Ευχαριστία. Οι άγιοι εικονίζουν την Βασιλεία του Θεού.
Η Εκκλησία είναι μία, η Ορθόδοξη. Κατά τον Μ. Βασίλειο «εις λαός πάντες οι εις Χριστόν ηλπικότες και μία Εκκλησία νυν οι Χριστού, καν εκ διαφόρων τόπων προσαγορεύηται». Η Εκκλησία αναμένει πάντοτε την επιστροφή όλων των ανθρώπων, ετεροδόξων και αλλοδόξων σε Αυτήν.

Τα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτελούν αντικείμενο εμβαθύνσεως και περαιτέρω μελέτης. Αυτό ισχύει για όλες τις Συνόδους της Εκκλησίας. Ο θεολογικός διάλογος δεν διακόπτεται. Προϋπόθεση απαραίτητη βεβαίως είναι να διατηρείται αλώβητη η θεολογική αλήθεια και ο διάλογος αυτός να πραγματοποιείται χωρίς φανατισμούς και διαιρέσεις, χωρίς παρασυναγωγές και σχίσματα, τα οποία πληγώνουν την ενότητα της Εκκλησίας. Τα σχίσματα είναι δυσίατες πνευματικές ασθένειες. Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο: «το σχίσαι Εκκλησίαν, και φιλονείκως διατεθήναι, και διχοστασίας εμποιείν, και της συνόδου διηνεκώς εαυτόν αποστερείν, ασύγγνωστον και κατηγορίας άξιον και πολλήν έχει την τιμωρίαν» (PG 48, 872). Γι αυτό προτρέπονται οι πιστοί να μη δίνουν βαρύτητα στα λόγια εκείνων που τους παρακινούν να απομακρυνθούν από Αυτήν προκειμένου να αποτελέσουν ξεχωριστή ομάδα έξω από το πλήρωμα της Εκκλησίας, επικαλούμενοι φανταστικούς λόγους δογματικής ακριβείας.
Κατακλείοντας το μήνυμα αυτό, επιθυμούμε να σας διαβεβαιώσουμε ότι όλοι οι Επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος αγρυπνούμε και παραμένουμε αμετακίνητοι στην Ορθόδοξη πίστη και αφοσιωμένοι στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
«Αδελφοί, χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλείσθε, το αυτό φρονείτε, ειρηνεύετε, και ο Θεός της αγάπης και ειρήνης έσται μεθ ημών» (Β΄ Κορ. 13,11).

Οι αντιδράσεις για το κείμενο και η ιστορική σημασία του, κατά τη γνώμη μας

Το κείμενο του φυλλαδίου αντιμετωπίστηκε με ομοβροντία πυρών από τους επικριτές της Α.Μ.Σ. (μια αναζήτηση στο Διαδίκτυο αρκεί, δεν επιθυμώ να δώσω παραπομπές), οι οποίοι κατέκριναν την Εκκλησία της Ελλάδος ότι εξωράισε τις αποφάσεις της Συνόδου, απαλείφοντας τα οικουμενιστικά στοιχεία που εντοπίζουν σε αυτές οι επικριτές της, και ουσιαστικά παραπλανά το λαό, αντί να καταδικάσει τη Σύνοδο ως ληστρική και φυσικά να απορρίψει τις αποφάσεις της. Όμως το κείμενο επικρίθηκε και από τον καθηγητή κ. Γρηγόριο Λαρεντζάκη (2), που φέρεται ως υπέρμαχος της Α.Μ.Σ., ο οποίος καταλογίζει στην Εκκλησία της Ελλάδος ότι παρερμήνευσε το πνεύμα της Α.Μ.Σ. χαρακτηρίζοντας «ομολογίες – αιρέσεις» αντί για «Εκκλησίες» τις εκτός της Ορθοδοξίας χριστιανικές κοινότητες (κυρίως Ρωμαιοκαθολικούς και Προτεστάντες) και ερμηνεύοντας τον όρο «σύνοδοι καθολικού κύρους», που χρησιμοποίησε η Α.Μ.Σ. για κάποιες σημαντικές ορθόδοξες συνόδους του παρελθόντος, ως ισοδύναμο με το «οικουμενικές σύνοδοι».
Επιτρέψτε μου, παρακαλώ, να εξομολογηθώ ως απλός θεολόγος τις σκέψεις, στις οποίες με οδηγούν τα παραπάνω. Εκ των προτέρων σας ευχαριστώ θερμά.

Α) Με την τοποθέτησή του ο κ. Λαρεντζάκης, κατά τη γνώμη μου, εμφανίζεται ως απροκάλυπτος οικουμενιστής, πράγμα που ειλικρινά μου προκαλεί απορία και αλγεινή εντύπωση. Αν έχει δίκιο και οι Ρωμαιοκαθολικοί, καθώς και οι ποικίλες – συχνά αντιφάσκουσες – προτεσταντικές παραφυάδες του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών συνιστούν όντως Εκκλησίες, τότε η κάθε μία από αυτές διαθέτει και το πλήρωμα της αληθείας, οπότε όχι μόνο ακυρώνεται το Σύμβολο της Πίστεως (που μιλάει για «Μία Εκκλησία», αλλά και διατυπώνει δόγματα που έχουν σχετικοποιηθεί στον προτεσταντισμό, για να μην αναφερθούμε και στην προσθήκη του Filioque), αλλά αυτοκαταργείται ο χριστιανισμός, γιατί δεν είναι δυνατόν όλοι να αληθεύουν ταυτόχρονα.
Αν λοιπόν το πνεύμα της Α.Μ.Σ. είναι όπως το ερμηνεύει ο κ. Λαρεντζάκης, τότε φοβούμαι πως έχουν δίκιο οι επικριτές της και έχουμε ενώπιόν μας μια σύνοδο μη ορθόδοξη.

Β) Οι θέσεις που διατυπώνει η Εκκλησία της Ελλάδος δεν γνωρίζω αν όντως εκφράζουν το πνεύμα της Α.Μ.Σ. και αν θα είχαν προσυπογραφεί από αυτήν, όμως το σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι διατυπώθηκαν και προφανώς εκφράζουν την Εκκλησία που τις διατύπωσε (3).
Με τις θέσεις αυτές φρονώ ταπεινά ότι η Εκκλησία της Ελλάδος αναδεικνύεται σε θεματοφύλακα της Ορθοδοξίας και το συγκεκριμένο κείμενό της είναι ίσης εκκλησιολογικής σπουδαιότητας με την Εγκύκλιο της Α.Μ.Σ. και πολύ μεγαλύτερης από το διπλωματικά γραμμένο και ασαφές κείμενο για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο».
Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, οι αντιδρώντες κατά των οικουμενιστικών τάσεων ορθόδοξοι χριστιανοί θα έπρεπε να αγκιστρωθούν από το κείμενο αυτό, αντί να το επικρίνουν, και να το αξιοποιήσουν για να απευθύνουν επίσημες θέσεις ορθόδοξης εκκλησιολογίας προς κάθε ενδιαφερόμενο.
Εκτός αυτού, θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό αν τοποθετούνταν ως προς αυτό το κείμενο όλες οι τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες (πατριαρχεία και αυτοκέφαλες), πράγμα που θα καταδείκνυε και πώς ακριβώς αντιλαμβάνονται εντέλει τις αποφάσεις τις Α.Μ.Σ.: «λαρεντζάκεια» ή ορθόδοξα;
Η ίδια δε η Εκκλησία της Ελλάδος αναμένω να υποστηρίξει έντονα τις θέσεις που η ίδια εξέφρασε με το συγκεκριμένο κείμενο, οριοθετώντας τις σχέσεις της Εκκλησίας με τον λοιπό χριστιανικό κόσμο, κατά τη γνώμη μου, με ακρίβεια χιλιοστόμετρου.
Το κείμενο αυτό εξάλλου δεν είναι μεμονωμένο και η εκκλησιολογία του δεν πίπτει ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά έπεται τουλάχιστον μιας προηγούμενης απόφασης της Εκκλησίας της Ελλάδος, του ίδιου πνεύματος, που ανακοινώθηκε στις 26 Μαΐου 2016 (4). Αυτό πιστεύω ότι πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψιν από τους αδελφούς μας του πατρώου εορτολογίου, που αυτοχαρακτηρίζονται «γνήσιοι ορθόδοξοι χριστιανοί» και εγκαλούν την Εκκλησία της Ελλάδος για οικουμενισμό ["N": το ίδιο και από τους πρόσφατα "αποτειχισμένους" κληρικούς της καθ' ημάς Εκκλησίας (ν.ημ.)].
Οι διαχριστιανικοί διάλογοι και η διαχριστιανική συνεργασία με βάση αυτό το κείμενο μπορούν, νομίζω, να λάβουν όντως εποικοδομητική τροπή, αν φυσικά δεν είναι εποικοδομητικοί μέχρι στιγμής, για το πραγματικό ζήτημα που πρέπει να μας απασχολεί όλους, δηλαδή την προσέγγιση της αλήθειας και της αληθινής Εκκλησίας του Ιησού Χριστού από πλευράς των αιρέσεων, για τα σφάλματα των οποίων εξυπακούεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πονεί, γι’ αυτό και διαλέγεται.

Γ) Θα ήθελα να πω στους επικριτές της Α.Μ.Σ. ότι οι θέσεις που εκφράζει η Εκκλησία της Ελλάδος με το συγκεκριμένο κείμενό της είναι σύμφωνες με το γράμμα των κειμένων της Α.Μ.Σ., η δε αναφορά της τελευταίας σε «αποδοχή της ιστορικής ονομασίας» των διαφόρων χριστιανικών Εκκλησιών (δηλαδή της αποδοχής των ονομάτων τους ως τεχνικών όρων) δεν σημαίνει αυτονόητα ότι τις αποδέχεται ως όντως Εκκλησίες, διότι τότε δεν θα υπήρχε καν λόγος ακοινωνησίας τους, για να μην πω ούτε καν θεολογικών διαλόγων, γιατί, αν επρόκειτο για Εκκλησίες, θα μετείχαν εξ ολοκλήρου στην αλήθεια του Χριστού, όπως η Ορθόδοξη.

Δ) Τέλος, ας μου επιτραπεί να επισημάνω ότι μετά το παραπάνω κείμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος, τουλάχιστον το πλήρωμά της πρέπει πλέον να αναφέρεται σε τουλάχιστον δώδεκα Οικουμενικές Συνόδους και όχι επτά (όπως θα ήθελαν οι όντως αδελφοί μας, ως πρόσωπα, Ρωμαιοκαθολικοί), δηλαδή τις συνόδους «καθολικού κύρους», των οποίων η Α.Μ.Σ. αυτοπροσδιορίζεται ως συνεχιστής (παράγρ. 3 της Εγκυκλίου), «άρα οικουμενικές», όπως αποφαίνεται η Εκκλησία της Ελλάδος. Πρόκειται για την επί αγίου Φωτίου Μεγάλη Σύνοδο (879-880) και τις επί αγίου Γρηγορίου Παλαμά Μεγάλες Συνόδους των ετών 1341, 1351, 1368 (λογιζόμενες ως μία Οικουμενική Σύνοδος), καθώς και την Α.Μ.Σ. του 1484 (για την αποκήρυξη της ενωτικής ψευδοσυνόδου της Φλωρεντίας), τις Α.Μ.Σ. των ετών 1638, 1642, 1672 και 1691 (λογιζόμενες ως μία, για την αποκήρυξη προτεσταντικών δοξασιών) και την Α.Μ.Σ. του 1872, για την καταδίκη του εθνοφυλετισμού ως αίρεσης.

Παραπομπές

(1) Δημοσιεύεται, μεταξύ άλλων, εδώ.
(2) Το άρθρο του εδώ.
(3) Εγκρίθηκαν από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 11 Ιανουαρίου 2017, όπως αναφέρεται εδώ.
(4) Δημοσιεύεται εδώ.