ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ
Εισαγωγικά
Ο Εφέσου άγιος Μάρκος ο Ευγενικός θεωρείται μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ομολογητής της Ορθοδόξου Πίστεως και προσαγορεύεται προς τούτο: «Άτλας της Ορθοδοξίας». Όπως ο Μ. Αθανάσιος και ο Μ. Βασίλειος υπήρξαν στην εποχή τους άτλαντες της Ορθοδοξίας και κράτησαν με αγώνες και θυσίες την Ορθόδοξη Πίστη αλώβητη από τη λαίλαπα του Αρειανισμού, έτσι και ο άγιος Μάρκος κράτησε αλώβητη την Ορθοδοξία από τη λαίλαπα του Παπισμού, που κατέτρωγε την Εκκλησία ήδη από τη γέννησή της.
Ακολουθώντας τους μεγάλους Πατέρες εφάρμοσε το «κατ’ οικονομίαν» σε πάμπολλες περιπτώσεις, αλλά μόλις υπήρχε κίνδυνος να ανατραπεί ή απλώς να θιγεί το δόγμα, εκεί παρέμεινε άκαμπτος τηρητής της Ι. Παρακαταθήκης, μη δεχόμενος καμία, έστω και ελάχιστη υποχώρηση και εφαρμόζοντας επακριβώς το «κατ’ ακρίβειαν».
Στη θέση του αυτή έμεινε μόνος και εγκαταλειμμένος από τους πάντες, πλην όμως αυτή του η αντίδραση κράτησε την Ορθοδοξία στο ύψος της και οι επόμενοι αιώνες τον δικαίωσαν. Έδωσε και έδειξε τη μεγάλη του αγάπη ακόμη και στους αιρετικούς Λατίνους, γιατί αλγούσε για τα παραπλανημένα αυτά τέκνα της Εκκλησίας και έκανε μύριες προσπάθειες να τους φέρει στην Εκκλησία του Χριστού. Παρεξηγήθηκε και πολεμήθηκε, πλην όμως δικαιώθηκε, γιατί θεωρήθηκε τελικά ο προστάτης της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης, όπως και οι προηγούμενοι μεγάλοι Πατέρες (Αθανάσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος, Φώτιος, Παλαμάς).
Θεωρούμε, ότι η στάση και η συμπεριφορά του αγίου Μάρκου στους Λατίνους, οι κάποιες υποχωρήσεις του στους Κανόνες, αλλά και η σταθερότητά του στο Δόγμα θα πρέπει να ακολουθούνται και σήμερα, που έχει αναπτυχθεί μια εργώδης προσπάθεια προσέγγισης με τους Λατίνους και επαναφοράς τους στη μία Ποίμνη. Δύσκολη προσπάθεια, που χρειάζεται πολύ λεπτούς χειρισμούς, βαθύτατη γνώση των Πατέρων και της πρακτικής τους και ειδικά του αγίου Μάρκου, ο οποίος, ενώ έκανε «αβαρίες» στους Κανόνες, έμεινε όμως στερρός στην Πίστη και το Δόγμα. Η στάση του, ίσως θα πρέπει να προβληματίσει όσους διαμαρτύρονται, για κάποιες παραβάσεις κανόνων, όπου προκειμένου να επιτευχθεί το μέγιστον, θα πρέπει να πρυτανεύσει το του αγίου Νεκταρίου, όπου σε ανάλογες περιπτώσεις στην εκκλησιαστική ιστορία, τις δικαιολογούσε, όπου «Πίστις το κινδυνευόμενον» Λέγει π.χ. σχετικά με τη στάση των αντιπροσώπων του Πάπα άγιου Λέοντα: «Πως ήκουσαν τοσαύτα ψεύδη! Πως δεν διερράγησαν εκ της αγανακτήσεως! Πάντως επιβάλλουσα ανάγκη έθετο φυλακήν τοις στόμασιν αυτών. Οι πατέρες έπασχον όμοιον προς τον εν παρεμβολή ιστάμενον και πιεζόμενον υπό του ιδίου συμμάχου προς παραχωρήσεις. Τοιαύτη αληθώς η θέσις των αγίων της Οικουμενικής Συνόδου πατέρων. Εάν η αγανάκτησις απέκρουεν αυτούς, ο σκοπός της συνόδου εματαιούτο, η δε αίρεσις θα ελυμαίνετο την Εκκλησίαν. Η φρόνησις απήτει την ανοχήν χάριν της πίστεως και τούτο εποίησαν οι μακάριοι πατέρες» (Τα αίτια του Σχίσματος, τ. Α΄, σελ. 151-152). Τι δέχτηκαν λοιπόν οι πατέρες της Δ΄ και τι ανέχθηκαν, χάριν της συνοχής της Εκκλησίας; Μα δέχτηκαντον Πάπα της Ρώμης να υπέρκειται της Συνόδου, κάτι αδιανόητο στις μέρες μας!
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Ο Εφέσου Άγιος Μάρκος Ευγενικός
Γενικά
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός (1393–1445), υπήρξε Μητροπολίτης Εφέσου και μια από τις σημαντικότερες εκκλησιαστικές και θεολογικές προσωπικότητες της εποχής του. Θεωρείται ο κύριος παράγοντας της αποτυχίας της ένωσης της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας στη σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας, όπου ήταν ο μόνος που αρνήθηκε φανερά να υπογράψει. Υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία του κινήματος των ανθενωτικών, προτείνοντας ακραίες λύσεις για την αποφυγή της ένωσης των δύο εκκλησιών («καλύτερα σκλαβωμένα σώματα στους Τούρκους, παρά σκλαβωμένο πνεύμα στον αιρετικό πάπα»). Για το λόγο αυτό εκδιώχτηκε από την αυτοκρατορική αυλή, που επεδίωκε μια συμβιβαστική λύση του ζητήματος, για την αντιμετώπιση του οθωμανικού κινδύνου. Μετά τον θάνατο του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και την αναρρίχηση στο Πατριαρχικό θρόνο του ανθενωτικού Πατριάρχη Γεννάδιου Σχολάριου, ο οποίος υπήρξε μαθητής του, ανακηρύχθηκε σε Άγιο.
Βίος
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1393 και έλαβε θεολογική και φιλοσοφική παιδεία κοντά σε περίφημους σοφούς της εποχής (Γεώργιο Πλήθωνα, Ιωάννη Χορτασμένο, Μανουήλ Χρυσοκόκκο), χάρη στις δυνατότητες, που του παρείχε η σχετικά ευκατάστατη οικογένεια του, καθότι ο πατέρας του Γεώργιος κατείχε το υψηλό αξίωμα του «Μεγάλου χαρτοφύλακα του θρόνου». Η προσωνυμία του, Ευγενικός, κληρονομήθηκε από τον πατέρα του, όπως και η κατεύθυνση προς την εκκλησιαστική ζωή. Το 1418 ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και μόνασε στη μονή του Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων, όπου αφιερώθηκε στη μελέτη και τη συγγραφή. Το 1437 εκλέχθηκε Επίσκοπος Εφέσου, μετά την εκδήλωση σχετικού ενδιαφέροντος και από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, με κύριο στόχο να λάβει μέρος στη σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας.
Λόγω των θεολογικών του γνώσεων ορίστηκε εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στην αποστολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ενωτική σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439).
Κύριο επιχείρημα του Μάρκου κατά της ένωσης, και ο λόγος για τον οποίον τελικά αρνήθηκε να υπογράψει τον ενωτικό Όρο της συνόδου, ήταν η προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως του Filioque, την οποία θεωρούσε αιρετική. Το κοινό αίσθημα στην Κωνσταντινούπολη ήταν μαζί του, αφού μετά την ολοκλήρωση της συνόδου «είδε το πλήθος δοξάζον αυτόν ως μη υπογράψαντα, και προσεκύνουν αυτόν οι όχλοι καθάπερ Μωυσεί και Ααρόν και ευφήμουν αυτόν και Άγιον εκλάλουν». Η άρνησή του να υπογράψει ανέδειξε τον Μάρκο τον Ευγενικό, ως τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της ανθενωτικής τάσης μέσα στα πλαίσια της Ορθοδοξίας, αλλά και στόχο της πολεμικής του αυτοκράτορα και της παράταξης των Ενωτικών. Αρνήθηκε την προσφορά του αυτοκράτορα να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης και δεν δέχθηκε να συλλειτουργήσει με τον ενωτικό πατριάρχη Μητροφάνη Β΄. Εκοιμήθη το 1445.
Ο πρώτος, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς, Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος, με συνοδική πράξη, όρισε το 1456 ως ημέρα εορτασμού της μνήμης του την 19η Ιανουαρίου και συντάχθηκε ειδική ακολουθία. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε και με νεώτερη συνοδική πράξη επί Πατριαρχείας Σεραφείμ Α΄ (1734).
Συγγραφικό έργο
Άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο, θεολογικό και λειτουργικό:
Κεφάλαια συλλογιστικά κατά της αφέσεως των Ακινδυνιστών περί διακρίσεως θείας ουσίας και ενεργείας
Αντίρρησις των λατινικών κεφαλαίων, όπερ αυτού προέτεινον περί του περκατορίου πυρός
Απολογία προς Λατίνους δευτέρα
Αποκρίσεις προς τας επενεχθείσας αυτώ απορίας και ερωτήσεις επί ταις ρηθείσαις ομιλίαις παρά των καρδιναλίων και των άλλων λατινικών διδασκάλων
Συλλογιστικά κεφάλαια προς Λατίνους
Συλλογαί… περί του αγίου Πνεύματος
Διάλογος, ου η επιγραφή Λατίνος ή περί της εν τω Συμβόλω προσθήκης
Συλλογισμοί δέκα, δεικνύοντες ότι ουκ εστί πυρ καθαρτήριον
Ομολογία της ορθής θέσεως, εκτεθείσα εν Φλωρεντία κατά την προς Λατίνους γενομένην σύνοδον κ.λπ.
Συμπεριφορά στους Λατίνους
Η σύνοδος Φεράρας-Φλωρεντίας έγινε 385 χρόνια μετά το Σχίσμα Ανατολής και Δύσης, οι δε αιρετικές θέσεις των Λατίνων ήταν απολύτως γνωστές στον άγιο Μάρκο. Παρ’ όλα αυτά ο άγιος έκανε μεγάλη προσπάθεια να πείσει τους Λατίνους, παραβαίνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τους ιερούς Κανόνες, που αποκλείουν κάθε επαφή με αιρετικούς. Και τούτο με την ελπίδα της επιστροφής (και όχι της ένωσης). Έτσι:
1/ Αναγνώρισε τον αιρετικό Παπισμό, ως «αδελφή Εκκλησία»: Ο ίδιος ο Εφέσου Μάρκος χαρακτηρίζει τις Εκκλησίες Ανατολής και Δύσης ως «Αδελφές Εκκλησίες», οι οποίες πρέπει με τη βοήθεια του Θεού να συμφιλιωθούν και αποκαταστήσουν την ειρήνη μεταξύ των. Έτσι λέγει: «Επειδή τοίνυν δια της εκφωνήσεως ταύτης (ήτοι του filioque) η αγάπη λυθείσα συνδιέλυσε την ειρήνην και από τούτου το σχίσμα παρηκολούθησε, νυν δε ευδοκία Θεού βουληθείσα η ρωμαϊκή εκκλησία την ειρήνην ανακαλέσασθαι δια της αγάπης ήρξατο τούτο ποιείν, και αύθις η ημετέρα εκκλησία μετά της αυτής αγάπης προσέδραμε προς την αδελφήν αυτής, μάλλον δε προς αδελφάς. ελπίς έστι άχρι τέλους, του Θεού συνεργούντος, επακολουθήσειν και την ειρήνην και τα σκάνδαλα εκ μέσου γενήσεσθαι, και καθάπερ επί των νοσημάτων, επενεχθήσεσθαι την διόρθωσιν» (Acta Graecorum, σ. 52). Επίσης διαλεγόμενος με την προοπτική της αληθινής επανένωσης με τους Λατίνους, τους ωνόμαζε όχι απλά αδελφούς, αλλά φίλους, πατέρες και αγίους (AG σ. 216, Συρόπουλου, Απομνημονεύματα, VIII, 6, σ. 394, IV, 31, σ. 230, επίσης και Βαφείδης Φ.).
2/ Προσφώνησε τον Πάπα Ευγένιο Δ΄ με ευγενικά λόγια και τίτλους, που δεν αρμόζουν σε αιρετικό: Ας θυμηθούμε λοιπόν την προσφώνηση του Εφέσου αγίου Μάρκου στον αιρετικό Πάπα Ρώμης Ευγένιο Δ΄: «Άκουσε σεβάσμιε Πάπα της Ρώμης και διδάσκαλε της Λατινοσύνης…..» και σε άλλη περίπτωση: «Τω Μακαριωτάτω πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης», αλλά και τις προσφωνήσεις του προς τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο και τον Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄: «Ακούσατε, άγιε αυτοκράτορ κύριε Ιωάννη και άγιε πατριάρχα Ιωσήφ…..» (Ν. Βασιλειάδη, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η Ένωσις των Εκκλησιών, σελ. 91, 93, 245).
3/ Συμμετείχε σε συμπροσευχές με αιρετικούς: Ο ίδιος ο άγιος συμμετείχε στην εναρκτήρια τελετή-προσευχή στη Φεράρα, αλλά όχι στο συλλείτουργο με τον Πάπα με το τέλος της Συνόδου Φλωρεντίας (πρακτικά συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας, στήλες 475-478), η δε κηδεία και η ταφή του Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ έγινε τον Ιούνιο του 1439 στον ΡΚαθολικό ναό της Santa Maria Novella στη Φλωρεντία παρόντος βέβαια και του αγίου Μάρκου: «Και τη εννάτη ώρα ελάβομεν τον νεκρόν του πατριάρχου και απήλθομεν φορούντες πάντες τας αρχιερατικάς στολάς εν τω ναώ της αγίας Μαρίας της Νοβέλλας και επληρώσαμεν εντός του ναού, πάντα τα της ταφής, και ασπασθέντες κατά το έθος, εθάψαμεν αυτόν εντός του ναού, προς το μέρος του σκευοφυλακίου προς μεσημβρίαν, εποίησαν δε πολλήν τιμήν εις την προπομπήν αυτού οι τε καρδινάλιοι, αρχιεπίσκοποι, και συν αυτοίς οι αυθένται και οι άρχοντες της Φλωρεντίας (…..). Και ετάφη λαμπρώς εν τω μοναστηρίω των μοναχών του σχήματος του αγίου Δομενίκου, εν τω ναώ αυτών, ένθα και ο πάπας ήν κατοικών» (Πρακτικά ….. Vol. V, fasc II, σελ. 445 (21-35).
4/ Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε, ότι κατά την διάρκεια των Θεολογικών Διαλόγων με αιρετικούς, οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποίησαν αρκετές φορές φράσεις ευγενείας προς αυτούς, χωρίς φυσικά αυτές να ανταποκρίνονται προς την αυστηρή Ορθόδοξο εκκλησιολογία ή τα εκκλησιολογικά τους φρονήματα. Είναι απολύτως χαρακτηριστικές οι σχετικές φράσεις του αγίου Μάρκου του Ευγενικού κατά την έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου με τους Λατίνους στην Φερράρα το 1438: «Σήμερον τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και ερρηγμένα προς την ένωσιν αλλήλων επείγεται. Ου γαρ ανέχεται η κεφαλή πάντων Χριστός ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι… Δια τούτο εξήγειρέ σε τον των Ιερέων αυτού πρωτεύοντα (δηλ. τον πάπα), προς την ημετέραν κλήσιν… Δεύρο δη ουν, αγιώτατε πάτερ, υπόδεξαι τα σα τέκνα… Μέχρι τίνος οι του αυτού Χριστού, και της αυτής πίστεως βάλλομεν αλλήλους και κατατέμνομεν; μέχρι τίνος οι της αυτής Τριάδος προσκυνηταί δάκνομεν αλλήλους;…» (Κάλλιστου Βλαστού, Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος….., σελ. 135-136)
Οι ανωτέρω φράσεις ευγενείας του μεγάλου Ομολογητού δεν ανταποκρίνονται φυσικά με ακρίβεια στις αυστηρές, εκκλησιολογικές του απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι Λατίνοι ήταν απερίφραστα «αιρετικοί» (Mansi 31A, 885D), και μάλιστα «εκ πολλών χρόνων αποκεκομμένοι (εκ της Εκκλησίας) και σεσηπομένοι και μυρίοις αναθέμασιν υποκείμενοι» (Ανδρ. Δημητρακόπουλου, Ορθόδοξος Ελλάς, σελ. 106)).
5/ Η παρουσία του αγίου Μάρκου στις συνεδριάσεις της συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας ήταν πλήρης και καθολική σε όλες τις συνεδριάσεις, πλην δυο, όπου του απαγορεύθηκε η συμμετοχή. Έτσι:
α/ Στη σύνοδο Φερράρας:
Πραγματοποιήθηκαν 14 συνεδριάσεις από 9.4.- 13.12.1438, στις οποίες ΟΛΕΣ συμμετείχε ο άγιος Μάρκος
β/ Στη σύνοδο Φλωρεντίας:
Πραγματοποιήθηκαν πολλές συνεδριάσεις από 26.2.- 6.7.1439, στις οποίες όλες παρέστη ο άγιος Μάρκος, εκτός από ΔΥΟ συνεδριάσεις (21.3 και 24.3.1439), στις οποίες του απαγορεύθηκε η συμμετοχή από τον αυτοκράτορα, ο οποίος τον έκλεισε στο κελί του με φρουρά (Ν. Βασιλειάδη, ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών, σελ. 124).
Συμπέρασμα: ο άγιος Μάρκος συμμετείχε σε όλες τις συνεδριάσεις, εκτός από δυο και όχι με δική του υπαιτιότητα. Σε όλες τις άλλες συμμετείχε και από καμία δεν απουσίασε αυτοβούλως.
Μπορεί να θρηνούσε και να αλγούσε, για το κατάντημα των ορθοδόξων αρχιερέων, αλλά ήταν υπάκουος στα κελεύσματα του αυτοκράτορα.
6/ Παραδέχτηκε το βάπτισμα των Λατίνων, ως έγκυρο, μετά τη σύνοδο: Στο πρόβλημα του βαπτίσματος των Λατίνων, ο Εφέσου Μάρκος προτιμά την οικονομία, παρότι ακραιφνέστατος Ορθόδοξος στην πίστη, μαρτυρώντας «περί της καθολικής πράξεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας», ομολογεί ότι: «χρίομεν τους εξ αυτών (δηλ. των Λατίνων) ημίν προσιόντας….. ως αιρετικούς όντας» (Καρμίρη Ι. Τα Δογματικά….. σ. 981), δηλ. εντάσσει τους Λατίνους ως αιρετικούς στην ομάδα των Αρειανών κ.λπ. της Β΄ Οικουμενικής, παρ’ όλον ότι γνωρίζει τον τύπον του ραντισμού, τον οποίον αποκηρύσσει. Έτσι, ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος εμφανίζεται αντίθετος προς τον Εφέσου Μάρκο, καθότι ο τελευταίος δέχεται το βάπτισμα των Λατίνων (δηλ. το ράντισμα). Ο Δοσίθεος λοιπόν το κατ’ ακρίβειαν και ο Μάρκος το κατ’ οικονομίαν.
Σύνοψη
Ο Μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος ήταν απόλυτα διατεθειμένος υπέρ του Διαλόγου. Ήταν ειλικρινής, πιστός άνδρας με καλό χαρακτήρα, ο οποίος ενεργούσε για το καλό ολόκληρης της Εκκλησίας. Με τα κίνητρα αυτά ήθελε να συμβάλει στην αποκατάσταση της κοινωνίας και την ομολογία της αυτής πίστης με την αδελφή, δυτική εκκλησία. Και ακριβώς, για τους λόγους αυτούς, τόνιζε: «Ημείς, ω φίλοι πατέρες, ουκ αντιλέγειν αλλήλοις απλώς ουδέ τα παρ’ αλλήλων λεγόμενα ανατρέπειν συνεληλύθημεν. Τούτο γαρ φιλοτιμίας έχεται μάλλον ή της προς αλήθειαν φερούσης οδού, αλλ’ ίνα κοινή συζητούντες έκαστον των ανακυπτόντων εις μέσον και μετά πάσης ακριβείας ειρηνικώς τε και απλώς και φιλικώς αυτό εξετάσαντες, ούτω τα εξής περαίνομεν, άχρις αν επί τη κοινή ζητούμενον αμφότεροι τέλος καταντήσωμεν, όπερ εστίν η της αληθείας εύρεσις» (AG 187). Καυτηριάζει λοιπόν εδώ, ο άγιος Μάρκος, την τακτική που επικρατούσε, δηλ. οι δυο πλευρές φρόντιζαν να βρουν τα πιο ισχυρά επιχειρήματα, για να διαλύσουν και εξουθενώσουν τις απόψεις του αντιπάλου και τοιουτοτρόπως στις διαμάχες αυτές χάνονταν ο κύριος σκοπός, δηλ. η επίλυση των προβλημάτων.
Ο άγιος Μάρκος δεν επεδίωκε επιφανειακή και ψεύτικη καταλλαγή ή εκκλησιαστικοπολιτική ή ακόμη και μόνο πολιτική συμβατική συνύπαρξη. Ούτε ενεργούσε εγωιστικά, για να προβληθεί ο ίδιος. Ουδείς λόγος περί υποχωρήσεων, ουδείς λόγος περί υποταγής, ουδείς λόγος περί απεμπολήσεως της αληθείας, αλλά επιδιώξεως της συμφωνίας εν αληθεία, για την αποκατάσταση της αρμονίας και της ενότητας, δια του Διαλόγου. Δεν επεδίωκε λοιπόν τον διάλογο, για να νικήσει με τα ισχυρότερα επιχειρήματά του τους αντιπάλους και να θριαμβολογήσει εγωιστικά. Και στο σημείο αυτό καταφαίνεται η αγαθή του πρόθεση και διάθεση που βασιζόταν στο πνεύμα των αρχαίων και μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας.
Εκείνο, λοιπόν, το οποίον έφερε τον άγιο Μάρκο στη σύνοδο αυτή, όπου σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος των διαπραγματεύσεων και του Διαλόγου, ήταν η εκκλησιαστική του συνείδηση και η πεποίθησή του, ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί το ιερό αίτημα της αποκατάστασης της πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας στην καθόλου Εκκλησία Ανατολής και Δύσης, η οποία έπρεπε να στηρίζεται στην αγάπη και την αλήθεια της πίστεως. για το λόγο αυτό ήταν υπέρ του Θεολογικού Διαλόγου, υπέρ του Οικουμενικού (και όχι βέβαια Οικουμενιστικού) Διαλόγου, θα λέγαμε σήμερα, με τα χαρακτηριστικά της αντικειμενικότητας, της αλήθειας και της αγάπης.
Για το σκοπό αυτό, δεν δίστασε ακόμη και να παραδεχτεί, ότι η αιρετική παρασυναγωγή της Ρώμης ήταν η αδελφή εκκλησία, δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι το Σώμα της Εκκλησίας (στο οποίον βέβαια συμπεριλαμβάνοντο και οι Λατίνοι) είναι διηρημένο («ου γαρ ανέχεται….. ο Θεός εφιστάναι διηρημένω τω σώματι», ως ανωτέρω). Δεν δίστασε ακόμη να παραδεχτεί, ότι είναι και αυτός ο ίδιος τέκνο του (αιρετικού βεβαίως) Πάπα («….. αγιώτατε πάτερ υπόδεξαι τα σα τέκνα…..», ως ανωτέρω)!
Δυστυχώς όμως, τόσον η σύνοδος γενικά, όσο, (και αυτό είναι ακόμη χειρότερο), και οι αδελφοί του από την Ανατολική Εκκλησία δεν τον ακολούθησαν. Και τελικά δεν μπόρεσε να ακουστεί, αφού ο αυτοκράτορας δεν του επέτρεψε να λάβει μέρος στις δυο πιο κρίσιμες συζητήσεις. Το γεγονός ότι έμεινε τελικά μόνος, δεν μειώνει ούτε το ανάστημά του, ούτε και την ορθότητα της πίστεώς του, η οποία δεν καθορίζεται μόνο με την απλή, νομοτυπική πλειοψηφία αποφάσεων. Η αλήθεια όμως δεν εξαρτάται από την αριθμητική πλειοψηφία. Μάρτυρας είναι η ιστορία. Με την απόλυτη πεποίθηση λοιπόν για την ορθότητα της πίστεώς του, δεν μπορούσε να απαρνηθεί την πίστη του και να αποδεχθεί τις αποφάσεις της συνόδου εκείνης, απλούστατα συμφωνώντας με την πλειοψηφία της. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο ολόκληρη η Ορθοδοξία μέχρι σήμερα είναι αδύνατο να συμφωνήσει και να αποδεχθεί τις αποφάσεις εκείνες.
Σύγχρονη πρακτική
Θα αναρωτηθεί κανείς; Άραγε, τι κάνουμε εμείς σήμερα; Προσπαθούμε να ακολουθήσουμε την τακτική του αγίου Μάρκου, αντιτιθέμεθα σ’ αυτήν ή τηρούμε μια κάποια άλλη (διπλωματική) στάση, στις σχέσεις μας με τους Λατίνους; Τους αναγνωρίζουμε, ως αιρετικούς ή δεν τους αναγνωρίζουμε, διαλεγόμαστε, συγχρωτιζόμαστε, συμπροσευχόμαστε, παραδεχόμαστε ή απορρίπτουμε κάποιες θέσεις τους, τι τέλος πάντων κάνουμε σήμερα;
Είναι αλήθεια, ότι μετά το Σχίσμα Ρώμης – ΚΠολης το 1054, οι σχέσεις μεταξύ των δυο εκκλησιών πάγωσαν. Αυτό δεν συνέβη βέβαια και με τ’ άλλα Πατριαρχεία, όπου οι σχέσεις διακόπηκαν πολύ αργότερα: Τον 13ο αι. για την Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα και τον 14ο για την Αλεξάνδρεια (Ράνσιμαν). Οι θέσεις των Λατίνων έχουν ελεγχθεί από πληθώρα αγίων, κατά καιρούς και έχουν καταδικαστεί από πολλές Πανορθοδόξους Συνόδους, του 18ου και του 19ου αι. δεν έχουν όμως μέχρι σήμερα καταδικαστεί από Οικουμενική Σύνοδο με τελεσίδικη απόφαση. Για παράδειγμα, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν χαρακτηρίζει τη Ρώμη, ως αιρετική. Παρ’ όλη τη διακοπή των σχέσεων Ανατολής-Δύσης υπήρξαν κατά καιρούς ποικίλλες επαφές και μεμονωμένες άτυπες συναντήσεις. Από τις αρχές του 20ου αι. ξεκίνησαν κάποιες τυπικές επαφές και συναντήσεις μεταξύ Ρώμης και ΚΠολης, που οδήγησαν το 1964 στην άρση των αναθεμάτων του 1054 (όπου το ανάθεμα της Ρώμης αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τον Πατριάρχη Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο και όχι την Εκκλησία της ΚΠολης ή άλλη Εκκλησία) και έκτοτε οι συναντήσεις πύκνωσαν, συστάθηκαν δε και επιτροπές θεολογικών διαλόγων, που κατά καιρούς συνεδριάζουν, με θέματα, όπως το πρωτείο, το Φιλιόκβε και άλλα. Έκτοτε άρχισαν να γίνονται και επισκέψεις των Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα της Ρώμης και ειδικά επισκέψεις και του Πάπα στο Φανάρι, στις θρονικές εορτές, όπου εκεί επισυμβαίνουν και συμπροσευχές ή ακόμη και σε κάποιες άλλες συναντήσεις σε συνέδρια και σε μεικτές επιτροπές. Η στάση αυτή και ειδικά οι συμπροσευχές έχουν δυσαρεστήσει ορισμένους παραδοσιακούς κληρικούς και πιστούς, οι οποίοι αρχίζουν να δημιουργούν αντιδράσεις και να εκφράζονται σε ένα ρεύμα αντίθετο σε διαλόγους και συμπροσευχές, την λεγόμενη αντι-οικουμενιστική κίνηση. Κάποιοι, περισσότερο ζηλωτές προχωρούν ακόμη και σε αποτειχίσεις από Επισκόπους, τους οποίους κατηγορούν, ως οικουμενιστές, ακόμη και ως αιρετικούς.
Ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα των αντι-οικουμενιστών κατά των Ορθοδόξων Εκκλησιών είναι κυρίως οι ποικίλου είδους συμπροσευχές, που τελούνται μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι Ορθόδοξοι κληρικοί «συμπροσεύχονται, συνεορτάζουν και συλλειτουργούν με τους αιρετικούς Φράγκους… και ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος συμπροσευχήθηκε στις Η.Π.Α. ακόμη και με ιεροφορεμένες παπαδίνες».
Θεωρείται, ότι οι ανωτέρω συμπροσευχές προκαλούν πράγματι μεγάλο σκανδαλισμό στους πιστούς, καθώς μάλιστα απαγορεύονται αυστηρά από όλους τους αγίους Πατέρες. «Επιπλέον», σύμφωνα με την Επιστολή της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο (13-6-1999), «μία τοιαύτη πρακτική συμπροσευχών αντίκειται σαφώς εις τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας... Εφ’ όσον, άλλωστε, ουδεμία προοπτική διαφαίνεται εις τους ετεροδόξους Χριστιανούς να εγκαταλείψουν τα αιρετικά δόγματα και τας αντευαγγελικάς διδασκαλίας, εις τι θα εξυπηρετήσουν αι συμπροσευχαί, παρά εις την άμβλυνσιν του Ορθοδόξου αισθητηρίου και συγκρητιστικήν σύγκλησιν;»
Βέβαια κάποιοι ισχυρισμοί των αντιδρώντων, ότι Ορθόδοξοι κληρικοί συλλειτουργούν με αιρετικούς είναι τελείως αναληθείς, καθώς ουδεμία ένωση μαζί τους έχει πραγματοποιηθεί και πιστεύεται, ότι ούτε πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Οι δε συμπροσευχές, όσο απογοητευτικές και αν είναι, αποτελούν παραβάσεις ιερών κανόνων και μόνο. Ως εκ τούτου η τακτική των αντιδρώντων να χαρακτηρίζουν ως αιρετικούς, όσους συμπροσεύχονται με τους αιρετικούς, και να προτρέπουν σε διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους θεωρείται ότι είναι αντιπατερική. Δεν υπάρχει ούτε ένας ιερός κανόνας ή πατερική διδασκαλία που να εκφράζει τέτοιες απόψεις. Αν επιτρέποντο οι διασπάσεις λόγω της παράβασης των ιερών κανόνων και μόνο, τότε σήμερα δεν θα υφίστατο η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ως αναληθής τέλος και άνευ σοβαρών αποδείξεων κρίνεται επίσης η άποψη, που κυκλοφορεί, περί δήθεν «συμπεριλήψεως του Πάπα εις τα δίπτυχα, τουλάχιστον από το 1968 και εντεύθεν».
Ακόμη και ο ιε΄ κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου, στον οποίον στηρίζονται πολλοί αντι-οικουμενιστές, ομιλεί για διακοπή μνημοσύνου κληρικού, που διδάσκει «κατεγνωσμένη αίρεση». Δια τους μη εισέτι καταδικασθέντες κληρικούς όμως που διδάσκουν τέτοια αίρεση, η διακοπή μνημοσύνου είναι δυνητική (προαιρετική) και όχι υποχρεωτική. Αν σκανδαλίζεται ο κληρικός, διακόπτει το μνημόσυνο, αν δεν σκανδαλίζεται, δεν διακόπτει, δεν αφορά δε σε λαϊκούς (άγιος Νικόδημος, Πηδάλιο, σελ. 358, π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, Τα δύο άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός). Προς τούτο ο κανόνας αυτός δεν επιβάλλει επιτίμιο σ’ όσους δεν σκανδαλίζονται και δεν διακόπτουν το μνημόσυνο. Αντίθετη άποψη έχει εκφράσει ο π. Ε. Τρικαμηνάς (Η Διαχρονική συμφωνία των αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του 15ου κανόνος……….), όπου αναφέρει διάφορες πατερικές θέσεις απομάκρυνσης των Ορθοδόξων από αιρετικούς.
Η θύελλα των διαμαρτυριών έχει επικεντρωθεί στις συμπροσευχές Ορθοδόξων και Λατίνων, πλην όμως δεν υπάρχει καμία διαμαρτυρία για τις συμπροσευχές Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, οι οποίες διενεργούνται εδώ και αιώνες! Είναι γνωστόν, ότι οι Μονοφυσίτες έχουν καταδικαστεί από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, με την παραδοχή, ότι ο Χριστός έχει μόνο μια φύση, τη θεία. Αυτό δεν ήταν όμως δυνατόν να αποτρέψει τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς αυτούς, οι οποίες ξεκίνησαν και τυπικά 200 χρόνια μετά την καταδίκη τους και συνεχίζονται μέχρι σήμερα αδιάκοπα! Πρόκειται, για την Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπου εκεί έχουμε συμπροσευχές μεταξύ Ορθοδόξων και Μονοφυσιτών, εδώ και 1370 χρόνια και πιο συγκεκριμένα:
Με το διάταγμα του Σουλτάνου Ομάρ Χατάμπ, η αφή του αγίου φωτός γίνεται με μια συγκεκριμένη εθιμοτυπία: «Ἡ εθιμοτυπία αύτη βασίζεται επί ρητών διατάξεων των παρ’ ημίν Σουλτανικών ορισμών, εις ένδειξιν των πρωτείων ημών εν τω Πανιέρω Ναώ κατά τα υπό του Ομάρ Χαττάπ και των διαδόχων αυτού χορηγηθέντα προνόμια τω Γένει των Ορθοδόξων Ρωμαίων» (Umar ibn al–Khattab, 640 μ.Χ, Επίσημη ιστοσελίδα Πατριαρχείου Ιεροσολύμων).
Τι συμβαίνει πράγματι; Το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου, ο Ναός της Αναστάσεως πλημμυρίζει από πιστούς Ορθόδοξους και Μονοφυσίτες (Αρμένιους, Κόπτες και Συροϊακωβίτες), για την τελετή αφής του αγίου φωτός. Ο Ορθόδοξος Πατριάρχης εισέρχεται στον Πανάγιο Τάφο για την τελετή, μαζί με Αρμένιο κληρικό. Εκεί αφού προσευχηθούν, ο Πατριάρχης παραδίδει το άγιο φως, πρώτα στον αιρετικό κληρικό και κατόπιν μετά το άνοιγμα της θύρας και πριν παραδώσει το άγιον Φως στους Ορθοδόξους πιστούς, εισέρχονται εντός του Π. Τάφου δυο αιρετικοί κληρικοί (Κόπτης και Συροϊακωβίτης), οι οποίοι παραλαμβάνουν το άγιο Φως από τα χέρια του Πατριάρχη. Αφού εξέλθουν αυτοί, τότε εξέρχεται ο Πατριάρχης και παραδίδει το Φως στους Ορθόδοξους. Είναι γνωστόν από τους Ι. Κανόνες, ότι συμπροσευχές με αιρετικούς απαγορεύονται με την ποινή της καθαίρεσης. Άραγε, μήπως υπάρχουν συμπροσευχές που επιτρέπονται και δεν υπάρχει επιτίμιο ή η μακρόχρονη πρακτική κατακυρώνει παράδοση, μιας και οι σχετικές τελετές χρονολογούνται από τον 7ο αι; Γιατί, άλλες συμπροσευχές, σε άλλα σημεία του κόσμου επικρίνονται σφόδρα και για τις συγκεκριμένες (όπου μετέχουν κληρικοί και λαϊκοί) τηρείται σιγή ιχθύος;
Επανερχόμεθα στον άγιο Μάρκο και τη συμπεριφορά του στους Λατίνους και την συγκρίνουμε με την συμπεριφορά π.χ. του Πατριάρχη Βαρθολομαίου με τους Λατίνους. Ο άγιος Μάρκος ασφαλώς ήξερε, ότι ο Πάπας ήταν αιρετικός. Τότε γιατί αυτή η παρεξηγήσιμη συμπεριφορά του; Μπορούμε να διερευνήσουμε τα κρυπτά της καρδίας του; Υποθέτουμε, ότι το έπραξε σαν ύστατη προσπάθεια ένωσης με τους Λατίνους (κατά τη δική του έκφραση) και όχι επιστροφής τους, η οποία προσπάθεια τελικά απέτυχε. Μήπως ο Πατριάρχης ακολουθεί την τακτική του αγίου Μάρκου, για την ένωση; Μπορεί να εμβαθύνουμε στα κρύφια της καρδίας του; Εικασίες μπορούμε να κάνουμε: Εάν η πρόθεσή του είναι αγαθή και συμβεί κάποιο θετικό βήμα (πράγμα φοβερά δύσκολο, αν όχι ουτοπικό), τότε θα υπάρξει έπαινος. Αν όμως η πρόθεσή του δεν είναι αγαθή, αν είναι ύπουλη, αν σκοπεύει σε ίδιον όφελος, αν καταστρατηγεί το δόγμα, αν ωθεί την καθόλου Εκκλησία στο βόθυνο, τότε η καταδίκη του είναι σίγουρη. Ελπίζουμε να ισχύει το πρώτο, προς δόξαν Θεού! Εμείς όμως άχρι καιρού και με οδηγό το «κατ’ οικονομίαν» (όπως ακριβώς έκανε και ο άγιος Μάρκος), οφείλουμε να είμαστε πολύ προσεκτικοί και συγκρατημένοι.
Πηγές
Βικιπαίδεια: Λήμμα: Εφέσου Μάρκος.
Βασιλειάδη Ν.: Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ένωσις των Εκκλησιών
Βλαστού Κάλλιστου: Δοκίμιον ιστορικόν περί του Σχίσματος
Δημητρακόπουλου Α. Ορθόδοξος Ελλάς
Θεοδωρόπουλου Ε. Τα δυο άκρα, Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός
Θ.Η.Ε. Λήμμα: Μάρκος Ευγενικός
Καρμίρη Ι.: Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας
Λαρεντζάκη Γρ.: Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και η ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως.
Παπαδάκη Β. Αρχιμ. Το Σχίσμα του ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Επίσημη ιστοσελίδα
Πηδάλιον. ιε΄ κανόνας ΑΒ΄ Συνόδου
Πισιδίας Μεθόδιου: Έλληνες και Λατίνοι
Ράνσιμαν Στ. Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα
Συρόπουλου Σ. Απομνημονεύματα.
Τρικαμηνά Ε. Η Διαχρονική συμφωνία των αγίων Πατέρων για το υποχρεωτικό του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Gill I. Actorum Graecorum Cincilii Fiorentini (AG)
Μansi 31Α, 885D
Ι. ΚΑΡΔΑΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου