Ο Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας είναι ένας από τους μεγάλους αγίους Γέροντες της εποχής μας. Ήταν παλαιοημερολογίτης. Το ησυχαστήριό του στην Αίγινα, αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ακολουθεί την πνευματική του παράδοση με αυστηρότητα και αποφεύγει κατά το δυνατόν κάθε σχέση με τον εισαγόμενο "πολιτισμό" (π.χ. δεν ήθελαν να έχουμε κινητά τηλέφωνα, ούτε και να αφήσουμε ευρώ).
Αυτά δεν εμποδίζουν τους ορθόδοξους χριστιανούς του ν.ημ. να σέβονται το Γέροντα ως άγιο (όπως και άλλους ΓΟΧ), ενώ το βιογραφικό του υπάρχει σε αρκετές νεοημερολογίτικες ιστοσελίδες, και εμείς το λαμβάνουμε από την ιστοσελίδα Σύγχρονοι Γέροντες (εκεί θα δείτε κι άλλα για το Γέροντα). Δυστυχώς, δε βλέπω να αναφέρεται ότι ήταν Ζηλωτής (π.ημ.). Υπάρχει μόνο ένας υπαινιγμός, στην ημερομηνία της κοίμησής του, που δίνεται με το π.ημ. Ίσως δεν το γνώριζε ο αδελφός ή ίσως ένιωσε αμηχανία, ξέροντας την ένταση στην Εκκλησία (αλλού π.χ. ο Γέροντας λοιδορείται ως "αιρετικός Φλωριναίος"). Από μένα είναι συγχωρεμένος, ελπίζω κι από σένα, αδελφέ αναγνώστη, και τελικά από το Θεό.
Ο Γέρων ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, κατά κόσμον ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ, γεννήθηκε το έτος
1883 εις το Μικρασιατικό Χωρίον Γκέλβερη της Καππαδοκίας.
Οι
γονείς του ΑΝΕΣΤΗΣ και ΕΛΙΣΑΒΕΤ, απέκτησαν 6 (εξ) τέκνα, μεταξύ
των οποίων και τον εκ κοιλίας μητρός κεκλημένον ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ τον
μετέπειτα γνωστόν μας Πατέρα-Γέροντα ΙΕΡΩΝΥΜΟ.
Μεγάλωσε και ανετράφη σε περιβάλλον προσευχής, ασκήσεως και αγιότητας. Τα προσευχητικά δάκρυα της μητέρας του, ήσαν τα πρώτα πού επέδρασαν στην ευαίσθητη ψυχή του Βασιλείου. Επίσης και τα άγια παραδείγματα των Ασκητών-Τρωγλοδυτών Αγίων της περιοχής του, οι οποίοι εκρύπτοντο και ζούσαν εν αφάνεια στα διάσπαρτα αυτά «κέντρα» προσευχής των βράχων της Καππαδοκίας.
Εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Μητροπολίτου Σωφρονίου εις την Αμισόν. Επισκεφθείς τους Αγίους Τόπους, ως Διάκονος, παρέμεινε επί εννέα μήνας εις την Ι. Μονήν του Τιμίου Προδρόμου παρά τον Ιορδάνη ποταμό.
Επιστρέφων, διωρίσθη Διάκονος εις τον Ί. Ναόν Αγίου Γεωργίου εις Κωνσταντινούπολη, οπού και αφήκε την «σφραγίδα» του, διότι εθαυμάζετο δια τάς αρετάς και την αγιότητά του, τον ζήλο και την καλλικέλαδο φωνή του.
Η Μικρασιατική καταστροφή, έφερε εις την Ελλάδα το «πτηνόν της ερήμου», τον «Ερωδιόν», Ασκητή Διάκονο Βασίλειον.
Η Νήσος ΑΙΓΙΝΑ, αμέσως μετά την στέρησιν του Αγίου της, Αγίου Νεκταρίου, το έτος 1922, υπεδέχθη τον Διάκονο Βασίλειον, πού ήλθε «από την μεγάλη στεριά, όπως θα έλεγε ό Κόντογλου, από τα Αγια χώματα της Ανατολής: από την Καππαδοκία, πού την τίμησαν και την δόξασαν τόσοι Μάρτυρες και Όσιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (Π. Πάσχος).
Την εποχή εκείνη Ιεροκήρυξ εις την Αίγινα, ήτο ο μετέπειτα Μητροπολίτης Καρυστίας Παντελεήμων, ο οποίος εξετίμησε και ηγάπησε τον Καππαδόκη Διάκονο Βασίλειον. Οτε δε έγινε Μητροπολίτης Καρυστίας, εις μίαν επίσκεψίν του εις την Αίγινα, μετά πολλάς πιέσεις προς τον Βασίλειον, τον έπεισε και τον χειροτόνησε εις Ιερέα, δίδων εις αυτόν και το Οφίκιων του Αρχιμανδρίτου.
Μετά
εν έτος έλαβε και το Μέγα και Αγγελικόν Σχήμα από τον Αγιον
Γέροντα ΙΕΡΩΝΥΜΟ Σιμωνοπετρίτη, λαβών το όνομα ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ.
Στην αρχή της Ιερατεία του, κάποια μέρα, την ώρα που έκαμε προσκομιδή είδε ένα φοβερό δράμα (τον Κύριόν μας ως βρέφος επάνω στην Αγία Τράπεζα) το οποίον τόσο πολύ τον συνεκλόνισε ώστε έγινε η αφορμή, να παύση να ιερουργεί, διότι ήτο τόσο το δέος του, που θεωρούσε ανήμπορα τα χέρια του να λογχίζουν το Σώμα του Κυρίου μας.
Κατόπιν και μέχρι της κοιμήσεώς του, απεσύρθη εις ιδιόκτητο Ησυχαστήριον «ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ».
Εις
το Ησυχαστήριον αυτό, συνέχισε τους Ασκητικούς αλλά και
Ποιμαντικούς αγώνας του. Άλλοτε απεσύρετο εις ιδιαίτερο κρυπτόν
τόπον (εντός του Ησυχαστηρίου), που ενθύμιζε τους λαξευτούς
διαδρόμους-κρύπτες και τα κελλιά, υπό τους βράχους, της Πατρίδος
του, άλλοτε εγίνετο «η κολυμβήθρα του Σιλωάμ», οπού πλήθος
επισκεπτών εύρισκαν κοντά του, παρηγοριά, λύτρωση, αναγέννηση.
Οι συμβουλές του και η προσευχή του, ήσαν το «μάλαγμα» για τις από πάσης αιτίας πληγωμένες καρδιές.
Και
μόνον πού τον ατένιζε κανείς, ένοιωθε να τον διαπερνά σε όλο το
είναι του, η Χάρις και η Ευλογία του Αγίου, πολύπαθους Γέροντος,
της Αγιότητας του και έφευγε, «άλλος άνθρωπος!».
Είχεν όλα τα Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, το δε προορατικό του Χάρισμα, ήτο εις αφάνταστο βαθμό εντυπωσιακό και ακριβέστατο, ώστε ο επισκέπτης, καθώς τον ήκουε, ησθάνετο δέος και φόβον!
Εκοιμήθη μετά δύο, περίπου, μηνών επώδυνου ασθενείας του, εις τάς Αθήνας, την 2αν (π.έ.) Οκτωβρίου 1966.
Είθε οι πρεσβείες του Αγίου Γέροντος ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ να μας σκέπουν, προστατεύουν, ενισχύουν και βοηθούν για την σωτηρία μας, διαφυλάττουν δε την Ορθοδοξία μας και το Έθνος μας, από πάσης επιβουλής και κακίας.
Εκτενέστερο βιογραφικό του Γέροντα, όπου αναφέρονται η απώλεια του χεριού του και η προσχώρηση στο παλαιό ημερολόγιο (από εδώ)
Γέροντας Ἱερώνυμος Aἰγίνης
(1883-1966)
Ὁ
γέροντας Ἱερώνυμος -κατά κόσμον Βασίλειος Ἀποστολίδης- γεννήθηκε στό
Γκέλβερι τῆς Καππαδοκίας τό 1883. Τό χωριό αὐτό ταυτίζεται ἀπό πολλούς
μέ τήν ἀρχαία Καρβάλη, οἱ κάτοικοι τῆς ὁποίας μετά τήν Μικρασιατική
Καταστροφή (1922), ἳδρυσαν τήν Νέα Καρβάλη, πόλη κοντά στήν Καβάλα.
Σύμφωνα
μέ μαρτυρίες, τό χωριό του θεωρεῖται μέρος ὃπου παλαιότερα ὑπῆρχαν
κελλιά καί μοναστήρια, τά περισσότερα λαξευμένα σέ βράχους. Τό ἲδιο τό
ὂνομα τοῦ χωριοῦ ἐπιβεβαιώνει τά παραπάνω. Ἡ λέξη Γκέλβερι εἶναι
παραφθορά τῆς προγενέστερης ὀνομασίας "Κελλίβαρα", μιᾶς μικτῆς
ἑλληνοτουρκικῆς λέξης πού ἑρμηνεύεται ὡς "τόπος μέ πολλά κελλιά".
Ὃπως
μαρτυρεῖ καί ὁ ἲδιος ὁ γέροντας, οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἦταν βαθιά
θρησκευόμενοι καί γνώριζαν τήν κατανυκτική-καρδιακή προσευχή, διά μέσου
τῆς ὁποίας ἒφθαναν σέ ὑψηλά πνευματικά ἐπίπεδα. Ἂλλωστε ἡ Μικρά Ἀσία καί ἰδιαίτερα ἡ Καππαδοκία, εἶχαν ἀναδείξει στό παρελθόν μεγάλους ἁγίους (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος κ. ἂ).
Ἦταν λοιπόν ἀναμενόμενο καί ὁ ἲδιος ὁ γέροντας ἢδη ἀπό τά παιδικά του
χρόνια νά ἒλθει σέ ἐπαφή μέ πνευματικούς ἀνθρώπους. Ἒτσι σέ ἡλικία δέκα
ἐτῶν ἒδωσε στήν μητέρα του τήν ὑπόσχεση ὃτι θά άκολουθήσει τόν ἂγαμο
βίο, ἀφιερώνοντας τόν ἑαυτό του στόν Χριστό.
Περίπου 20 ἐτῶν χειροτονήθηκε διάκονος στήν Ἀμισσό (1)
καί ὓστερα πῆγε στήν Καισάρεια, ἐπειδή κάποιοι συμπατριῶτες του
κινήθηκαν ἐναντίον του μέ σκοπό νά τόν σκοτώσουν. Μετά ἀπό ἀρκετό
χρονικό διάστημα ἐπέστρεψε στό Γκέλβερι, ὃπου τοῦ προτάθηκε νά
χειροτονηθεῖ ἱερέας. Αὐτός
ἀπέρριψε τήν πρόταση, ἐπειδή μερικοί ἂνθρωποι στό χωριό του δέν τόν
ἢθελαν. Οἱ ἐχθροί του προσπάθησαν ἐπανειλημμένως νά τόν βλάψουν καί ὁ
μητροπολίτης Ἰκονίου Προκόπιος βλέποντας τίς προθέσεις τους ἀποφάσισε νά
τόν στείλει στό Ἃγιο Ὂρος. Ὁ πατήρ Βασίλειος ὃμως, πικραμένος ἀπό τήν
συμπεριφορά τῶν συμπατριωτῶν του, προτίμησε νά πάει γιά προσκύνημα στούς
Ἁγίους Τόπους.
Σέ
ἡλικία 28 ἐτῶν ἐπισκέφθηκε τούς Ἁγίους Τόπους ὃπου ἒνιωσε τέτοια
συντριβή καί ἒζησε τέτοια ψυχική ἀνάταση, ὣστε ἀκόμη καί μετά ἀπό 50
χρόνια, νά δακρύζει, ὃταν μιλοῦσε γιά τά μέρη αὐτά. Στά Ἱεροσόλυμα
γνώρισε τήν μοναχή Εὐπραξία καθώς καί τόν ἀδελφό της τόν γνωστό γέροντα
Ἀρσένιο(τότε πατέρα Ἀναστάσιο),
ὁ ὁποῖος ἀργότερα συνδέθηκε μέ τόν ἁγιορείτη γέροντα Ἰωσήφ Σπηλαιώτη. Ἡ
γερόντισσα ἀργότερα ἒζησε κοντά στόν γέροντα Ἱερώνυμο ὡς ὑποτακτική του
καί τον διακόνησε μέχρι τήν κοίμησή του.
Φεύγοντας
ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους ἐγκαταστάθηκε στήν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ
περίμενε ὅτι θά ἒβρισκε ἒντονη πνευματική ζωή, ἀλλά γρήγορα
ἀπογοητεύτηκε. Παρέμεινε βέβαια στήν Πόλη, ὃπου καί τοποθετήθηκε ὡς
διάκονος στό Πατριαρχεῖο, ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωακείμ Γ΄. Παράλληλο ἒργο
του εἶχε τό κήρυγμα καί μιλοῦσε στούς πιστούς "γιά τόν Χριστό μας, γιά
την κατανυκτική προσευχή, τά δάκρυα, τήν ταπείνωση..." (2).
Ἡ Καταστροφή τοῦ 1922 βρῆκε τόν γέροντα ἢδη 10 χρόνια στήν Κωνσταντινούπολη (1912-1922).
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922 ἀποφάσισε νά ἀναχωρήσει γιά τήν Ἑλλάδα.Ὓστερα
ἀπό περιπέτειες καί βαθιά ἀπογοήτευση γιά τήν πνευματική κατάσταση τῆς
χώρας, ἐγκαταστάθηκε στήν Αἲγινα, ὃπου οἱ μνῆμες ἦταν ἀκόμη νωπές ἀπό
τόν Ἃγιο Νεκτάριο (†1920).
Πρός
τό τέλος τοῦ 1922 διορίστηκε διάκονος στό νοσοκομεῖο τῆς Αἲγινας καί
λίγο ἀργότερα χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπό τήν ἡμέρα τῆς χειροτονίας του
καί ἒπειτα τελοῦσε καθημερινά ἐπί 40 ἡμέρες τήν Θεία Λειτουργία καί
ζοῦσε σέ κατάσταση θείας μεταρσιώσεως. Τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα,ἐνῶ
τελοῦσε τήν ἀναίμακτη θυσία, εἶδε μέσα στό Ἃγιο Ποτήριο τήν μετουσίωση
τοῦ ἂρτου καί τοῦ οἲνου σέ Τίμιο Σῶμα καί Πανάγιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Λόγῳ
ὃμως τῆς βαθιᾶς του ταπεινώσεως διηγήθηκε τό θαῦμα αὐτό στήν
διευθύντρια τοῦ νοσοκομείου ὡς ἐμπειρία ἃλλου ἰερέα καί ὑπέβαλε τήν
παραίτησή του, θεωρώντας τόν ἑαυτό του ἀνάξιο νά ὑπηρετεῖ τό Ἱερό
Θυσιαστήριο.
Μετά ἀπό αὐτό πραγματοποίησε ἓνα προσκυνηματικό ταξίδι στό Ἃγιο Ὂρος. Ἐκεῖ γνώρισε τόν
ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σιμωνόπετρας Ἱερώνυμο ὁ ὁποῖος ἀργότερα
ἐπισκέφθηκε τήν Αἲγινα καί τοῦ ἒδωσε τό Μέγα καί Ἀγγελικό Σχῆμα καί τό
ὂνομά του.
Τόν
Αὒγουστο τοῦ 1942 ἐπισημοποίησε τήν ἀπόφασή του νά ἀκολουθήσει τό παλαιό
ἡμερολόγιο ἁπλά καί ἀθόρυβα, ἀποστέλλοντας μιά ἐπιστολή στόν Σεβασμιώτατο Ὓδρας Προκόπιο.
Τό γεγονός αὐτό δέν ἐπηρέασε τήν συμπεριφορά του ἀπέναντι στά
πνευματικά του παιδιά. Συνέχισε νά δέχεται ὃλους μέ τήν ἲδια ἀγάπη,
ἀνεξαρτήτως ἂν ἀκολουθοῦσαν τό παλαιό ἢ τό νέο ἡμερολόγιο. Ποτέ ἂλλωστε
δέν ἒλαβε μέρος σέ συζητήσεις γιά ἡμερολογιακά θέματα καί τό μόνο πού
ἒκανε ἦταν νά ὁμολογεῖ ὃτι ἀκολουθεῖ τό παλαιό ἡμερολόγιο ἐπειδή "αὐτό
εἶναι τό σωστό".
Μετά τήν γερμανική Κατοχή (1945)
τραυματίστηκε ἀπό ἓνα βλῆμα πού ἂφησε ἓνας Γερμανός στρατιώτης στό
μοναστήρι, τοῦ ἒκοψαν τό ἓνα χέρι πάνω ἀπό τόν ἀγκώνα [βλ. φωτο δίπλα (από εδώ)] καί ἒχασε τήν ἀκοή
του, ἡ ὁποία ἐπανῆλθε μετά ἀπό θαῦμα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων.Ὓστερα ἀπό
αὐτό ἐγκαταστάθηκε στό ἡσυχαστήριo «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου»,
τό ὁποῖο ὁ ἲδιος εἶχε οἰκοδομήσει καί ἐκεῖ δεχόταν πλῆθος ἀνθρώπων πού
πήγαιναν νά τόν ἐπισκεφθοῦν καί νά ὠφεληθοῦν ἀπό τήν πνευματικότητα του.
Κύρια
ἐνασχόλησή του ἦταν ἡ προσευχή. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες, ἀπό τήν ἀρχή
ἀκόμα τῆς προσευχῆς του, τά μάτια του πλημμύριζαν δάκρυα. Ὁ γέροντας
εἶχε ἀγαπήσει ἰδιαίτερα καί εἶχε ἐνστερνιστεῖ τούς ἀσκητικούς λόγους τοῦ
ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Ἡ ζωή του ἦταν ἀποτύπωμα ὃσων διάβαζε ἀπό αὐτόν
τόν ἀσκητή. Ἦταν κατά τά λεγόμενα ὃσων τόν γνώριζαν: " ἓνας ἂλλος Ἰσαάκ ὁ
Σῦρος! ".
Τό
καλοκαίρι τοῦ 1966 ἡ κλονισμένη ὑγεία του χειροτέρευσε καί διακομίσθηκε
στήν Ἀθήνα, στό νοσοκομεῖο "Ἀλεξάνδρα", ὃπου διαπιστώθηκε ὃτι πάσχει ἀπό
καρκίνο τῶν πνευμόνων. Παρά τήν σοβαρή ἀσθένειά του, ἀκόμη καί ἀπό τό
νοσοκομεῖο βοηθοῦσε τούς ἀρρώστους μέ τήν προσευχή του, μέ τό παράδειγμά
του καί μέ τίς συμβουλές του.
Ἡ κοίμησή του συνέβη τό ἲδιο ἒτος. Συγκεκριμένα τήν Κυριακή 16 Ὀκτωβρίου(3/10 Π.Η) ὁ γέροντας ἀναχώρησε ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή.
Χιλιάδες κόσμου, πολιτικές καί ἐκκλησιαστικές ἀρχές παρευρέθηκαν στή
ἐξόδιο ἀκολουθία του. Τάφηκε στό ἡσυχαστήριό του, σέ τάφο πού ὁ ἲδιος
εἶχε κατασκευάσει ἒχοντας διαρκῆ μνήμη θανάτου.
Ὁ
γέροντας Ἱερώνυμος διακρινόταν γιά τό προορατικό του χάρισμα. Ὃμως ἡ
βαθιά του ταπείνωση τό κάλυπτε. Κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς του ἒσωσε μέ
τά θαύματά του ἑκατοντάδες ἀνθρώπους ἀπό θάνατο σωματικό,κυρίως ὃμως ἀπό
πνευματικό.
Στήν
πορεία τῆς ζωῆς του ὁ γέροντας συνδέθηκε μέ κληρικούς πού ξεχωρίζουν
γιά τήν πνευματικότητά τους. Ἐνδεικτικά ἀναφέρονται οἱ: γέροντας
Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης(†1957), γέροντας Ἰωσήφ Σπηλαιώτης(†1959) (3) , γέροντας Ἀρσένιος Σπηλαιώτης (†1983) (4) καί ὁ ἀρχιμανδρίτης π. Νήφων Ἀστυφίδης(†1994).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Μπότσης Πέτρος, "Γέροντας Ἱερώνυμος, ὁ Ἡσυχαστής τῆς Αἲγινας", Ἀθήνα 1996
2. Νούση Σωτηρία, Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἲγινας (1883-1966) , Ζ’ Ἒκδοση (Φεβρουάριος 2010) , Ἐκδόσεις Ἑπτάλοφος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ἀμισσός: Παράλια πόλη τοῦ Εὐξείνου Πόντου, στήν βόρεια ἀκτή τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, κοντά στήν Σαμψοῦντα
(2) Μπότσης Πέτρος, Γέροντας Ἱερώνυμος, ὁ Ἡσυχαστής τῆς Αἲγινας, Ἀθήνα 1996, σελ. 63
(3) ὃ. π. , σελ. 275 – 276
(4) ὃ. π. , σελ. 54 – 55
Διδασκαλίες του Γέροντα (από εδώ)
Τον
Σταυρόν μην τον φοράτε για στολίδι. Και, ή να έχει τον Εσταυρωμένον
επάνω, δηλαδή Σώμα Χριστού μας, ή να γράφει πίσω: ΙΣΧΣ ΝΙΚΑ. Διότι
και άλλοι σταυρώθηκαν.
Από εκτενές άρθρο εδώ |
Να λες: Θεέ μου, μη πάρεις την ψυχήν μου, εάν δεν έλθω πρώτα στα Ιεροσόλυμα. Έρχονται εδώ Γάλλοι, Γερμανοί και άλλοι, δηλ. όχι Έλληνες, και μου λένε «εγώ του Χριστού μας τον Τάφον θα πάω να προσκυνήσω» και χαίρονται και επιθυμούν πολύ και ημείς να μη πηγαίνωμεν! Πολλοί έρχονται εδώ στην Αίγινα να δουν τις κολώνες της Αφαίας και ημείς να μη πηγαίνωμεν εις τον τόπον όπου εγεννήθη ό Χριστός μας;
Γέροντα, σας παρακαλώ πολύ, ευχηθείτε να βρεθεί μια καλή κοπέλα για τον γυιό μου (εφοπλιστής ο γυιός) και θέλω να αγαπά πολύ τον Χριστό μας!
-
Αν αγαπάει πολύ τον Χριστό μας, τον γιο σου θα πάρει; Αν αγαπάει
πολύ τον Χριστό μας, όσο μου λες, δεν παντρεύεται καθόλου!
Μανίκια κοντά και άσεμνα, όχι, διότι σκανδαλίζονται, σκοτώνονται ψυχές και «Ουαί δι' ου το σκάνδαλον έρχεται» ["αλίμονο σ' αυτόν, από τον οποίο προκαλείται το σκάνδαλο": φράση του Ιησού Χριστού στο ευαγγέλιο].
Η μητέρα μου, τρία αγόρια ήμασταν, δεν άφησε ποτέ να δούμε το χέρι ή το πόδι της αδελφής μας.
Θάνατος της ψυχής και φθορά της σαρκός είναι η αμαρτία.
Θα κάμεις ότι ημπορείς διά τα παιδιά σου, διότι εις την άλλην ζωήν ό Χριστός μας θα σου ζητήσει ή τα παιδιά σου σεσωσμένα ή τις πληγές στα γόνατα σου, από την πολλήν σου προσευχήν. Δεν γνωρίζουν δυστυχώς, οι γονείς την ευθύνη την οποίαν έχουν δια τα τέκνα των.
"Όταν δίδεις ελεημοσύνη, να μη εξετάζεις τι είναι το πρόσωπο πού του δίδεις, και είναι καλό ή κακό. Ή ελεημοσύνη είναι σπουδαίο πράγμα, εξαλείφει πλήθος αμαρτιών.
Να μελετάς καλά τον βίον και να λες: « Εκείνος απέθανε, ό άλλος αρρώστησε, άλλοι έχουν μεγάλα, ανίατα βάσανα, λύπες κλπ.» και να προσέχεις, να βαδίζεις με γνώσιν.
Απ' όπου αντιλαμβάνεσαι πειρασμόν, μη αμελήσεις και μη καταφρόνησης τον φόβον ή τον κίνδυνο (ως έχων εμπιστοσύνη στον εαυτόν σου), αλλά απομακρύνσου, «αποπήδησον ως ή δορκάς εκ βρόγχων!»
Εις τον Δήμαρχο της Αιγίνης, τον οποίον συνήντησε την ώραν πού επέβλεπε διάνοιξιν δρόμου: «Κύριε Δήμαρχε, σε ευχαριστούμεν δια τους δρόμους πού μας ανοίγεις, σου είμεθα ευγνώμονες, αλλά φροντίζεις να ανοίξεις και δια τον εαυτόν σου "δρόμο", διά να σε οδηγήσει στον Παράδεισον;».
Πολύ λυπάμαι την νεολαία. Άδικα χάνεται! Δεν έχει ανθρώπους να την στηρίξουν και βοηθήσουν πνευματικά.
Το μπαστούνι του Θεού δι' ημάς τους Έλληνας, όταν φεύγωμεν από το δρόμο του και πίπτομεν σε ασέβειαν και αμαρτίαν, είναι οι ΤΟΥΡΚΟΙ!
(Από εδώ - δείτε και άλλα)
Κάθε πότε κοινωνείτε, κάθε πότε διψάει ή ψυχή σας;
Αν δεν σας έλθουν πάντως δάκρυα, να μη κοινωνάτε.
Κάθε δέκα πέντε ημέρας, καλόν είναι. Αυτό όμως θα το κανονίσει ό πνευματικός σας.
Μη απέχετε των Μυστηρίων.
Να κοινωνάτε συχνά Αυτά θα σας δώσουν δύναμιν.
Καλά έργα να κάμετε.
Πριν κοινωνήσετε, αγωνισθείτε. Κάμετε και ότι μπορείτε δηλ. από ελεημοσύνην.
Αν μόνο μίαν ημέρα της εβδομάδος δούλεψης, πληρώνεσαι για ολόκληρη την εβδομάδα;
Κάποιος με ρώτησε: «Κάθε πότε να κοινωνώ;»
Του
απάντησα: Γιατί δεν με ρωτάς και κάθε πότε να τρώγω;» Όποτε
πεινάς τρως. Έτσι και με την θεία Κοινωνία. Όποτε ζητά ή ψυχή σου
και θέλεις, να κοινωνείς (αρκεί να έχεις άδεια από τον
πνευματικό σου). Το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, εάν εσύ
προσέχεις και αγωνίζεσαι, θα σε ειδοποιεί και θα το ζητάς. Πάντως
τακτική θεία Κοινωνία.
Όταν κοινωνείς, πώς αισθάνεσαι;
Κανονικά πρέπει πριν, να έχεις λίγο φόβον, δέος, ευλάβεια και συντριβήν.
Μετά, πρέπει να αισθάνεσαι χαράν και την αίσθησιν, να μη θέλεις όλη την ημέρα να μιλήσεις εις άνθρωπον!
Παραπλεύρως: Το εξώφυλλο σχετικής μελέτης για το Γέροντα. Το παίρνουμε από εδώ, όπου (στην κάτω μεριά της σελίδας) διαβάστε αποσπάσματα.
Εμφανίσεις του Γέροντα (από εδώ)
Τα
πρώτα χρόνια, μετά την κοίμησιν του Γέροντος Ιερωνύμου, ακόμη δεν
είχε κτισθεί ό μανδρότοιχος γύρω από το Ησυχαστήριο του, πήγαινα,
οσάκις μπορούσα, στον Τάφο του Γέροντα και προσευχόμουν και
έκλαιγα και παρακαλούσα, και κατόπιν έφευγα αλλαγμένη, με κάποια
γαλήνη διάχυτη μέσα μου και σιγουριά και την πεποίθηση ότι ό
Γέροντας και από την άλλη, την όντως ΖΩΗ με την ίδια στοργή μας
αφουγκράζεται και παρακολουθεί
Τον δεύτερο χρόνο από την κοίμηση του Γέροντος, την δεύτερη ήμερα του Πάσχα, Αφού πέρασα πρώτα από τον Μεγάλο μας Άγιο τον Άγιο Νεκτάριο, πήγα και στο Ησυχαστήριο του Γέροντος.
Η υπέργηρος Γερόντισσα, έλειπε, κανένας άλλος δεν ήτο εκεί, οπότε με μεγάλη μου χαρά και συγκίνηση, προσκύνησα και παρέμεινα στον Τάφο του Γέροντος, επί τρεις (3) περίπου ώρες. Περιποιήθηκα τον Τάφο, τοποθέτησα λουλούδια, καινούργια φωτογραφία του Γέροντος, έψαλλα τον Αναστάσιμο Κανόνα πού άρεσε πολύ στον Γέροντα, παρεκάλεσα, έκλαψα, θυμιάτισα τον Τάφο, τον όλο χώρο, την Εκκλησία και αφού σχεδόν είχε αρχίσει πολύ ελαφρά να φαίνεται ότι έδυε ο ήλιος, ετοιμάσθηκα να φύγω.
Πριν
φύγω, πήρα πάλι το λιβανιστήρι και θυμίαζα. Την ώρα που θυμίαζα
προς το παράθυρο της Εκκλησίας, σκεπτόμενη με συγκίνηση τι
ουράνιες στιγμές να είχε ζήσει ό Γέροντας μέσα σε κείνη την
Εκκλησία, τα ξέχασα κυριολεκτικά όταν μέσα από το παράθυρο της
Εκκλησίας, (ήταν ανοικτό, είχε μόνον μία σίτο, για να μη μπαίνουν
τα κουνούπια) είδα ολοκάθαρο, ολοζώντανο το Άγιο Πρόσωπο του
Γέροντα (μέχρι τον θώρακα) να με κοιτάζει και να μου χαμογελά με μια
γλυκύτητα, στοργή και λάμψη, πού έκανε να διακρίνονται καθαρά -
ολοζώντανα, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.
Εκείνη την ώρα βρέθηκα σε αμηχανία και τρομερό δίλημμα: Δεν πίστευα τι έβλεπα, δεν γνώριζα Αν έπρεπε να του μιλήσω ή όχι. Προτίμησα το δεύτερο. Έριξα άλλου τα μάτια μου, για να ξανακοιτάξω μετά και να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότης. Ξανακοίταξα: ήταν ακόμη εκεί ή Μορφή του και μου χαμογελούσε. Ξανά ανοιγόκλεισα τα μάτια μου, κοίταξα άλλου, ξανά κοίταξα στο παράθυρο και βλέπω πάλι την ίδια εικόνα. Ακίνητη, γλυκεία ή μορφή του και μου χαμογελούσε. Τότε, φυσικά αμίλητη, έκαμα μία μισή μετάνοια, πήρα την τσάντα μου και έφυγα.
Μόλις απομακρύνθηκα από το Ησυχαστήριο και πήγαινα προς την παραλία αλλά και μέσα στο Καράβι, Ένοιωθα μέσα μου μιαν ουράνια γλυκύτητα, τόση, που δεν την άντεχα και από τα μάτια μου έτρεχαν ασταμάτητα δάκρυα. Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου ένα μήνα συνεχώς. Όπου έριχνα τα μάτια μου, μου φαινόταν πως έβλεπα το ίδιο το Πρόσωπο του Γέροντος να με κοιτάζει και να χαμογελά και με πάρα πολύ κόπο, όταν ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους, συγκρατούσα τα δάκρυα.
Έκτοτε, πήγαινα με λαχτάρα, πολλές Λεύτερες μετά το κάθε Πάσχα, αλλά ποτέ δεν τον ξαναείδα.
Κάποια
φορά, μετά ένα χρόνο, το εκμυστηρεύθηκα αυτό μόνον στην
Γερόντισσα, με δισταγμό, γιατί φοβήθηκα μη τυχόν μου έλεγε ότι
ήταν του πειρασμού, και έχανα την χαρά που είχα, άλλα η απλοϊκή
και σοφή Γερόντισσα με καθησύχασε και με διαβεβαίωσε ότι ήτο μια
παραχώρησης του Θεού και μια εξ αγάπης του Γέροντος εμφάνισης και
δια τον λόγον ότι ήτο δευτέρα ημέρα του Πάσχα, Αναστάσιμη, επέτρεψε ό
Θεός να γίνει. Εκ παραλλήλου, μου διηγήθηκε και εκείνη τα
παρακάτω:
«Ήλθε χθες εδώ ένας, που κάποτε έμενε στην Αίγινα και πού είχε και τους δικούς του εδώ. Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς άσβεστη. Την ώρα πού προσπαθούσε να δη πώς και από πού να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ό πατήρ Ιερώνυμος.
Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. Του λέγει και ο Γέροντας: Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ο Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.
Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά - καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ο πατήρ Ιερώνυμος; Και στην έντονη διαβεβαίωσή του, του είπαν: "Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Εκοιμήθη"».
«Ήλθε χθες εδώ ένας, που κάποτε έμενε στην Αίγινα και πού είχε και τους δικούς του εδώ. Καθώς πήγαινε κατά το σούρουπο προς το σπίτι του, για να κόψη δρόμο, πέρασε μέσα από κάτι χωράφια και χωρίς να το αντιληφθεί και να προλάβει, έπεσε μέσα σε έναν ασβεστόλακκο, αλλά ξερό, χωρίς άσβεστη. Την ώρα πού προσπαθούσε να δη πώς και από πού να πιαστεί για ν' ανέβει, ακούει κάτι βήματα και βλέπει να περνά από κει δίπλα ό πατήρ Ιερώνυμος.
Γέροντα, του φωνάζει, τι κάνετε; καθώς προχωρούσα, έπεσα στον λάκκο εδώ και προσπαθώ να βγω. Του λέγει και ο Γέροντας: Μη φοβάσαι, εγώ θα σε βοηθήσω και θα βγεις. Άπλωσε το χέρι του ο Γέροντας, τον βοήθησε και κείνος βγήκε. Του ασπάσθηκε το χέρι και τον ευχαρίστησε. Προχώρησαν λίγο μαζί και μετά χώρισαν, γιατί ήσαν διαφορετικοί οι δρόμοι τους.
Όταν έφθασε στους δικούς του, διηγήθηκε το γεγονός και εκείνοι τον κοίταγαν καλά - καλά. Είσαι σίγουρος του είπαν ότι ήταν ο πατήρ Ιερώνυμος; Και στην έντονη διαβεβαίωσή του, του είπαν: "Εδώ και ένα χρόνο ο Γέροντας δεν είναι κοντά μας. Εκοιμήθη"».
Ο λαϊκός Γέροντας Μισαήλ (πνευματικός διδάσκαλος του Γέροντα στα εφηβικά του χρόνια, στην Καππαδοκία)
Από το βιβλίο της Σωτηρίας Νούση Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ (εδώ)
Το εξώφυλλο από εδώ |
Μετά από ένα τέταρτο περίπου, με φώναξε. Ήταν λίγο σιωπηλός. Για να μου μιλήσει περισσότερο, τον ρώτησα:
- Γέροντα, προηγουμένως, μου μιλήσατε για τον Γέροντα Μισαήλ. Πείτε κάτι περισσότερο, αν δεν είσθε κουρασμένος.
- Ναι, κόρη. Εγώ πολλά ωφελήθηκα από εκείνον. Πάντα με ευγνωμοσύνη τον ενθυμούμαι. Ιδίως από την αγάπη του διά την ησυχία και διά την προσευχή. Είχε μεγάλο πόθο μέσα του δια την προσευχή. Όλος φλόγα. Αλλού δεν το είδα αυτό. Η προσευχή του τον αναβίβαζε εις τον ουρανό. Αγαπούσε πολύ και επιμελείτο την κατανυκτική προσευχή. Τον βλέπαμε, τακτικά άπεμακρύνετο, έφευγε σε μακρινά εξωκκλήσια ή μοναστήρια και γύριζε το βράδυ ή την άλλη μέρα ή και αργότερα Ήταν έγγαμος, άλλα δεν ήταν με την γυναίκα του. Αδέλφια ήταν ["Σ": δηλ. δεν είχαν ερωτικές σχέσεις]. Πήγαινε, δούλευε στα χωράφια, τους βοηθούσε, άλλα έφευγε. Μόνος του έμενε, ή στα εξωκκλήσια. Συνάφειες με κόσμο δεν είχε. Δεν μιλούσε εύκολα. Μόνος του δούλευε και μετά έφευγε. Εγώ τον είχα καταλάβει, αν και μικρός ήμουν, και συχνά τον πλησίαζα ή πήγαινα μαζί του.
Πολλές φορές, στην εκκλησία πού εκκλησιαζόμασταν, εκείνος έμενε έξω, δηλ. μπροστά στον κυρίως ναό. κοντά στους ψαλτάδες, σε μια κολώνα, όχι μέσα στο ιερό. Και όταν έφθανε ό παπάς στο «έξαιρέτως» κλπ., σιγά-σιγά έβγαινε έξω, τον χάναμε. Και μετά, ή τον βλέπαμε πάλιν στο τέλος ή και καθόλου.
Μια φορά, ενθυμούμαι, κάποιες γυναίκες το είχαν προσέξει και συμφώνησαν, όταν φύγει, με τρόπο και αυτές να βγουν, να τον παρακολουθήσουν πού υπάγει και να δουν τί έκανε. Πράγματι, μια Κυριακή, μόλις τον είδαν, πού με σκυφτό το κεφάλι σιγά-σιγά βγήκε έξω, με προσοχή τον ακολούθησαν από μακριά. Τον είδαν ότι πήγε σ ένα ερημοκκλήσι μέσα εις ένα βράχο. Σε λίγο πήγαν και εκείνες και έβαλαν τ' αυτί τους στη πόρτα ν' ακούσουν.
Εκείνος δεν έβλεπε πίσω τί γινόταν, ούτε ότι τον ακολούθησαν. Έλεγε λοιπόν μέσα δυνατά, διάφορα λόγια δικά του, προσευχές με φωνή δυνατή, με κλάματα. Κλαυθμούς, οδυρμούς, λόγια πού τα έπνιγε ό λυγμός του. Αυτό κράτησε αρκετή ώρα. Μετά από λίγο εκείνος, μόλις τελείωσε, ξαφνικά άνοιξε την πόρτα για να επιστρέψει, και όταν τις είδε, θύμωσε και έφυγε. Τότε οι γυναίκες ζήλεψαν. Είχαν μεγάλη ευλάβεια και είπαν την άλλη μέρα: «Μόνο αυτόν ακούει ό Θεός. Να δοκιμάσουμε και εμείς μία ήμερα να προσευχηθούμε, όπως εκείνος».
Αλλά να δεις, κόρη, το θαύμα. Μία ημέρα φανερώθηκε ένας καλόγηρος εις τον Μισαήλ και του λέγει: «Μισαήλ, αυτές τις γυναίκες πού έρχονται εις την εκκλησία και σε ακολούθησαν, να τες καλέσεις εις ένα μεγάλο σπίτι, εις το τάδε (ένα πού ήταν κατάλληλο, μεγάλο και κάπως υπόγειο). Κάλεσε και όποιον θέλεις εσύ. Μόνον αντίθετα πρόσωπα να μη είναι και θα έλθω και εγώ να σας διδάξω την κατανυκτική προσευχή».
Ο ίδιος, λοιπόν ο Μισαήλ, που τόσον καιρό δεν τούς έδειχνε και δεν μιλούσε, τες κάλεσε και αυτές και έμενα και άλλους. Αντίθετοι δεν ήσαν, δηλ. που δεν είχαν ευσέβεια και αγάπη διά την προσευχή. Εκάθησαν όλοι και σε λίγο ήλθε και ο καλόγηρος και έκαμε κατανυκτική προσευχή. Τα λόγια πού έλεγε και τα δάκρυα πού έχυνε, έκαμαν και εμάς όλους να κλαίγωμεν. Απλά λόγια, τα 'βγάλε απ' την καρδιά του, και φανέρωναν πόθο, αγάπη προς τον Θεό.
Μετά την κατανυκτική προσευχή, πού κράτησε σχεδόν ύλη την νύκτα έστρωσαν, και όλοι σαν τα πρόβατα εδώ και εκεί στα δωμάτια εκείνα κοιμηθήκαμε. Στην Ανατολή ήταν μεγάλα τα δωμάτια, αλλά και οι άνθρωποι τότε με σέβας και καθαρότητα, πράγματι σαν τα πρόβατα.
Τρεις νύχτες έγιναν αυτό, δηλ. ο καλόγηρος δίδαξε την προσευχή, την κατανυκτική.
Την τρίτη νύκτα, μπροστά μας, μόλις τελείωσε, έγιναν άφαντος ο καλόγηρος!
Από τότε ο Μισαήλ έδέχετο να πηγαίνουν εις τες εκκλησίες ή τα σπίτια όπου προσηύχετο και οι άλλοι, διά να κάμνουν την κατανυκτική προσευχή. Συχνά πήγαιναν και νεόνυμφες, των οποίων οι άνδρες έλειπαν, έμπορεύοντο κλπ., ντυμένες με παλαιά και με μαύρα, διά να μη γνωρισθούν. Αν τούς άκουγε κανείς, κόρη, που δεν γνωρίζει από πνευματικά, που δεν έχει νοιώσει πολλή αγάπη για τον Χριστόν μας, θα νόμιζε, ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί.
Κι όμως, αυτά που λέγανε με τέτοιον τρόπο, ήτο διότι με πολλή αγάπη τα έλεγον και έθεώρουν, όπως δίδαξε ο καλόγηρος εκείνος που ήτο άγγελος ή άγιος, ήτο ως να έβλεπαν τον πατέρα τους, τον Θεό εκείνη την ώραν και ήθελαν να Του τα πουν όλα, όπως το παιδί λέγει τα παράπονα του, τις επιθυμίες του και τα θελήματα του εις την μητέρα του.
Εικόνα του Γέροντα από εδώ
Δεν είχαν τίποτε άλλο στο νου τους, αλλά τον πόθο στην καρδία διά τον Χριστόν μας. Όπως ένας πού πνίγεται φωνάξει «βοήθεια, βοήθεια, πνίγομαι», τον νουν του πού τον έχει, σε άλλα; Ή μόνον εκεί απ' όπου θα του έλθει η βοήθεια; Αυτή η προσευχή μόνο όποιος την έζησε, καταλαμβάνει πώς ανακαινίζει, πώς ευφραίνει, πώς κάνει τον άνθρωπο σαν νά 'ναι όλος πνεύμα! Δεν αισθάνεται να 'χη μέσα του, σπλάχνα, σάρκα, κόκκαλα, αλλά πνεύμα. Αυτά, παρασύρθηκα και στα λέγω, είναι δυνατά διά εσένα.
Ίσως δεν με καταλαμβάνεις, αλλά να μείνουν εις τον νου και αργότερα θα με ενθυμηθείς. Πάντως, έτσι πρέπει να αισθάνεται ο άνθρωπος, όταν καλώς προσεύχεται. Και αυτά τα «λόγια», που έλεγε και ο καλόγηρος και ο Μισαήλ, στην αρχή, είναι διά τούς αρχαρίους. Είναι, πώς να σε το πω, τα προσανάμματα διά να πιάση η φωτιά, ν' ανάψη ο πόθος διά τον Θεόν. Άμα ανάψει, μετά τα λόγια σταματούν, διότι δεν ημπορεί τότε να ομιλή ο άνθρωπος, αλλά αισθάνεται ν' ακούει μέσα του, να νοιώθει μέσα του τον Θεό. Και κλαίει, διότι τούτο είναι μεγάλο, είναι το πάν δια τον άνθρωπο. Ας είναι, σε είπα πολλά διά τούτο.
Ά, και κάτι άλλο: Μετά, όμως, από τέτοιαν προσευχή, αισθάνεται έξάντλησιν ο άνθρωπος. Διότι, προσευχόμενος, έρχεται στιγμή πού αφήνει το σώμα, «βγαίνει» από το σώμα του και ομιλεί μόνον ή καρδία, ο πόθος...
Τούτα τα λόγια του Γέροντα μου έφεραν αμέσως στο νου τον «μανικό» έρωτα, που ένοιωθαν οι Πατέρες και οι μεγάλοι Άσκηταί. Έν συνεχεία μου λέγει, σαν ν' απαντούσε σ' αυτή μου την σκέψη:
- Ναι, Ναι. Οι Πατέρες δεν βρήκαν άλλο διά να εκφρασθούν παρόμοια και λέγουν «μανικός έρως». Για πολλά πνευματικά ή πνευματικές καταστάσεις, δεν υπάρχουν λόγια να πει κανείς ακριβώς όπως είναι. Δεν λέγει, άλλωστε, ο Απόστολος Παύλος, «ο οφθαλμός ουκ είδε κλπ.»;
Κουράστηκα, κόρη, αλλά δεν πειράξει. Μόνον που πόνεσε η καρδιά μου που ξαναθυμήθηκα εκείνα τα χρόνια... ας είναι. Ναι, να πηγαίνεις. Ο Θεός μαζί σου. Στο καλό!
Δείτε και: Επίσκεψη του π. Ευσέβιου Βίττη στο Γέροντα Ιερώνυμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου