Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Βασιλείου Παπαδάκη "Το Σχίσμα του Ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού", Ι. Μονή Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας (Ρέθυμνο), 2008, σελ. 81-87.
Το βασικότερο ίσως επιχείρημα των Γ.Ο.Χ. υπέρ της
αποσχίσεώς τους το 1924 είναι οι αποφάσεις των Ορθοδόξων Συνόδων του ιστ΄
αιώνος κατά της γρηγοριανής μεταρρυθμίσεως. Κατά τους Γ.Ο.Χ., οι Σύνοδοι αυτές
καταδίκασαν το γρηγοριανό ημερολόγιο και απαγόρευσαν την εισαγωγή του στην
Ορθόδοξο Εκκλησία διά συγκεκριμένων μάλιστα αναθεματισμών223 [σ.σ.: διατηρούμε την αρίθμηση των υποσημειώσεων όπως είναι στο βιβλίο]. Επειδή λοιπόν η
Εκκλησία της Ελλάδος εισήγαγε το 1924 το
γρηγοριανό ημερολόγιο, υπόκειται στούς αναθεματισμούς τών ανωτέρω Συνόδων και
κατά συνέπεια αποκηρύχθηκε δίκαια από τους Γ.Ο.Χ.
Στις ανωτέρω κατηγορίες έχουμε να απαντήσουμε τα εξής: Η ιστορική
αλήθεια δεν είναι όπως την παρουσιάζουν οι Γ.Ο.Χ., οι οποίοι συνηθίζουν να
ερμηνεύουν τα γεγονότα σύμφωνα με το δικό τους συμφέρον. Ούτε η Εκκλησία της
Ελλάδος εισήγαγε το γρηγοριανό ημερολόγιο ούτε οι Σύνοδοι του ιστ΄ αιώνος
εξέδωσαν συγκεκριμένους αναθεματισμούς. Είναι βέβαια αναμφίβολο ότι τόσο το
γρηγοριανό ημερολόγιο όσο και η εισαγωγή του στην Ορθόδοξο Εκκλησία καταδικάσθηκαν
από τις ανωτέρω Συνόδους.
Πράγματι, κατά την πρώτη Σύνοδο - Διάσκεψι το 1583 οι
πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας και Αλεξανδρείας Σίλβεστρος, καταδίκασαν
το γρηγοριανό ημερολόγιο, επειδή δι᾿ αυτού παραβιάζονται οι αποστολικές και
συνοδικές διατάξεις περί της εορτής του πάσχα.
Συγκεκριμένα εκτός από τον ζ΄ αποστολικό κανόνα
παραβιάζονται επίσης και οι τέσσερις διορισμοί της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου224, σύμφωνα με τους οποίους
το πάσχα πρέπει να εορτάζεται «την πρώτην Κυριακήν, μετά την πρώτην πανσέληνον
της εαρινής ισημερίας»225 και φυσικά μετά το Εβραϊκό πάσχα.
Για τον λόγο αυτό στην συνοδική απόφασι του 1583
αναφέρονται μεταξύ άλλων: «Η εκκλησία της πρεσβυτέρας ρώμης άτε καινοτομίαις χαίρουσα
τοις περί αυτήν αστρονόμοις απερισκέπτως συνήνεσε και μετέθετο τα καλώς περί
του ιερού πάσχα τοις χριστιανοίς τελούμενα, τα από της αγίας και οικουμενικής
συνόδου των τιη΄ θεοφόρων Πατέρων ορισθέντα, παρά τε των λοιπών συνόδων
κυρωθέντα... Υφηγούμεθα παντί χριστιανώ ορθοδόξω βουλομένω, ως ουκ έστιν
ασύστατον το παρ᾿ ημίν πασχάλιον, αλλ᾿ ως ακόλουθον τοις ορισθείσι των αγίων
Πατέρων, μένει ορθόν και εις αιώνας σταθηρόν διαμενεί έως ου φυλάττει την τάξιν
ην έλαχεν απαρασάλευτον, αρίστως εσκεμένην τοις θείοις πατράσιν»226.
Ο ιστορικός Φιλάρετος Βαφείδης ομιλεί περί της κατά τό έτος
1583 «συγκροτηθείσης εν Κων/λει συνόδου, ήτις κυρίως καταδικάζει το γρηγοριανόν
ημερολόγιον, διότι κατ’ αυτό συμβαίνει να εορτάζωμεν τοις Ιουδαίοις, όπερ εναντίον
τη εν Νικαία συνόδω»227.
Δυστυχώς οι Γ.Ο.Χ., όταν αναφέρουν στά κείμενά τους τήν
ανωτέρω φράσι του ιστορικού, τοποθετούν τήν τελεία στήν λέξι «ημερολόγιον» και
παραλείπουν τά υπόλοιπα228. Με τον τρόπο όμως αυτό κατορθώνουν να αλλοιώσουν το νόημα
των λόγων του ιστορικού και να παρουσιάσουν, ότι το κύριο έργο της Συνόδου ήταν
η καταδίκη του γρηγοριανού ημερολογίου· όμως ο ιστορικός, ο οποίος εκθέτει την
αλήθεια με σαφήνεια, δεν λέγει αυτό. Αντιθέτως, υποστηρίζει ότι ο κύριος λόγος
για τον οποίο καταδικάσθηκε το γρηγοριανό ημερολόγιο, ήταν ο συνεορτασμός μέ τούς
Ιουδαίους, δηλαδή η αθέτησις των περί του πάσχα διατάξεων της Α΄ Οικουμενικής
Συνόδου.
Το νόημα βέβαια της ολοκληρωμένης φράσεως και η ιστορική αλήθεια
δεν συμφέρουν τους Γ.Ο.Χ., καθώς το 1924 η Εκκλησία της Ελλάδος δεν αποδέχθηκε
το γρηγοριανό (παπικό) ημερολόγιο, όπως ψευδώς ισχυρίζονται οι Γ.Ο.Χ.229, ούτε παραβίασε τις ανωτέρω
διατάξεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Απλά διώρθωσε το ιουλιανό ημερολόγιο διά
της προσθήκης δεκατριών ημερών σ᾿ αυτό, ενώ τόσο το εορτολόγιο όσο και «το
Πασχάλιον παρέμενεν αμετάβλητον, των κινητών εορτών μελλουσών να εορτάζωνται
εφεξής κατά τας εν τω Πασχαλίω ημέρας, ονομαζομένας όμως διά των ημερομηνιών
του διωρθωμένου ημερολογίου»230. Το πάσχα δηλαδή και οι μετ᾿ αυτού συνδεόμενες κινητές
εορτές θα εορτάζωνται σύμφωνα με τις διατάξεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου
έχοντας μόνο νέες ημερομηνίες, αυτές του πολιτικού ημερολογίου.
Είναι φυσικά γεγονός ότι οι περισσότερες ημερομηνίες των
ακινήτων εορτών του νέου, διορθωμένου ημερολογίου, το οποίο έχουν εν χρήσει οι
Ορθόδοξες Εκκλησίες, συμπίπτουν με τις ημερομηνίες του γρηγοριανού ημερολογίου.
Αυτό όμως δεν αποδεικνύει την ομοιότητα τών δύο ημερολογίων, καθώς αυτά
διαφέρουν όχι μόνο στην τήρησι των περί του πάσχα διατάξεων, το οποίο συνιστά
τεράστια διαφορά, αλλά και στην τήρησι αρκετών ακινήτων εορτών (π.χ. Μεγάλου
Βασιλείου, Γρηγορίου του Θεολόγου, ιερομάρτυρος Πολυκάρπου)231.
Είναι επίσης αναμφίβολο ότι η διόρθωσις του ημερολογίου και
μάλιστα η επαναφορά της εαρινής ισημερίας από τις 8 στις 21 Μαρτίου, (οπότε και
το πάσχα είναι δυνατόν να εορτασθή όχι από τις 22 Μαρτίου έως τις 25 Απριλίου,
αλλά από τις 4 Απριλίου έως τις 8 Μαΐου), έθιξε έμμεσα και τον πασχάλιο κύκλο
και τα εξ αυτού εξαρτώμενα επί μέρους στοιχεία του λειτουργικού έτους, δηλαδή
τις ημέρες της νηστείας των αγίων Αποστόλων, τους ήχους, τις ευαγγελικές και αποστολικές
περικοπές, τα τυπικά των κινητών αλλά και ορισμένων ακινήτων εορτών (π.χ. αγίου
Γεωργίου). Οι ανωτέρω λειτουργικές και τυπικολογικές ανωμαλίες και επιπτώσεις
είναι σίγουρα υπολογίσιμες, όμως σε καμμία περίπτωσι δεν συνιστούν ανατροπή ή
αθέτησι του πασχαλίου και μάλιστα των σχετικών διατάξεων της Α΄ Οικουμενικής
Συνόδου.
Τήν άποψι αυτή άλλωστε ωμολογούσε ακόμη και ο ηγέτης των Γ.Ο.Χ.
Χρυσόστομος, ο οποίος διεκήρυττε τα εξής: Οι Σύνοδοι του ιστ΄ αιώνος
«κατεδίκασαν μεν το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, αλλ᾿ η καταδίκη αύτη αφορά τους Λατίνους,
οίτινες έθηκαν εις εφαρμογήν το όλον ημερολόγιον, ενώ ο Αρχ/πος παρέλαβεν εκ
τούτου το ήμισυ εφαρμόσας αυτό εις τας ακινήτους εορτάς και διατηρήσας το
Παλαιόν διά το πάσχα και τας κινητάς εορτάς, ακριβώς ίνα παρακάμψη τον
σκόπελον της καταδίκης ταύτης. Κατά ταύτα, η καινοτομία αύτη του Αρχ/που
εφαρμόσαντος το Γρηγοριανόν ημερολόγιον μόνον διά τας ακινήτους εορτάς και ουχί
διά το Πάσχα, δι᾿ ό κυρίως κατεδικάσθη το Γρηγοριανόν ημερολόγιον, ως
αντιπίπτον προς τον ζ΄ Αποστολικόν Κανόνα αποτελεί ζήτημα, όπερ πρώτην φοράν
εμφανίζεται εις την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνεπώς η σύγκλησις
Πανορθοδόξου Συνόδου ου μόνον δεν περιττεύει... αλλά και επιβάλλεται διά την κανονικήν
και έγκυρον καταδίκην του ζητήματος τούτου»232.
Το γρηγοριανό ημερολόγιο καταδικάσθηκε και από δύο νέες Συνόδους
στην Κωνσταντινούπολι το 1587233 και το 1593. Στην Σύνοδο του 1593 «μετέσχον οι πατριάρχαι
Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας ο Β΄, Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Πηγάς επέχων τον
τόπον και του Αντιοχείας, Ιεροσολύμων Σωφρόνιος και τεσσαράκοντα Αρχιερείς του Οικουμενικού
θρόνου»234. Ο
λόγος για τον οποίο το γρηγοριανό ημερολόγιο καταδικάσθηκε και από τις δύο ανωτέρω Συνόδους,
είναι φυσικά η αθέτησις των διατάξεων περί της εορτής του πάσχα και ο συνεορτασμός
με τους Εβραίους.
Ο ιερός Δοσίθεος Ιεροσολύμων στο έργο του «Τόμος Αγάπης» αναφέρει
τις αποφάσεις και τους κανόνας της Συνόδου του 1593235 μέ τον εξής
χαρακτηριστικό τίτλο: «Πράξις συνοδική εν ή και αποβολή του νέου καλενδαρίου
ήτοι της περί το πάσχα λατίνων καινοτομίας».
Η Σύνοδος στις 12 Φεβρουαρίου 1593 «εξέδωκεν, εκτός της
Πράξεως περί της επικυρώσεως του Ρωσσικού Πατριαρχείου, οκτώ κανόνας»236, από τους οποίους μόνο ο
όγδοος αναφέρεται στην γρηγοριανή μεταρρύθμισι.
Στήν αρχή του κανόνος αυτού οι Πατέρες διακηρύττουν, ότι «ασάλευτον
διαμένειν βουλόμεθα το τοις Πατράσι διορισθέν περί του αγίου και σωτηρίου
πάσχα»237. Το
υπόλοιπο του ογδόου κανόνος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μία απλή επανάληψις του
α΄ κανόνος της Συνόδου της Αντιοχείας (341), η οποία καταδικάζει, όσους
αποτολμούν «παραλύειν τον όρον της αγίας και μεγάλης Συνόδου της εν Νικαία συγκροτηθείσης, επί παρουσία της ευσεβείας του θεοφιλεστάτου
βασιλέως Κωνσταντίνου περί της αγίας εορτής του σωτηριώδους Πάσχα... και μετά
των Ιουδαίων επιτελείν το Πάσχα»238.
Η σπουδαιότης του ζητήματος του κοινού εορτασμού του
πάσχα από όλους τους Χριστιανούς
Αυτό λοιπόν που καταδίκασαν οι τρείς Σύνοδοι του ιστ΄
αιώνος, ήταν η τροποποίησις του πασχαλίου, που επήρχετο διά του γρηγοριανού ημερολογίου,
η οποία μάλιστα, κατά τους Γ.Ο.Χ., ονομαζόταν αίρεσις από τον ιερό Δοσίθεο
Ιεροσολύμων: «Τέσσερα μεγάλα θηρία εγέννησεν ο ιστ΄ αιών: την αίρεσιν του
Λουθήρου, την αίρεσιν του Καλβίνου, την αίρεσιν των Γιεζουβιτών, και την
αίρεσιν του νέου Καλενταρίου και κατά μεν των αιρέσεων Λουθήρου και Καλβίνου
έγραψαν οι... Κατά δε τής αιρέσεως του νέου Καλενταρίου απεφάνθη η εν
Κωνσταντινουπόλει μεγάλη Οικουμενική Σύνοδος τω 1593»239.
Οι λόγοι για τους οποίους ο ιερός Δοσίθεος ωνόμαζε «αίρεσι»
το γρηγοριανό ημερολόγιο και το αναγκαστικό επακόλουθό του, την τροποποίησι
δηλαδή του πασχαλίου, είναι ότι δι᾿ αυτών αθετούντο αποφάσεις ολόκληρης
Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίες μάλιστα ωνομάσθηκαν «όρος» της Συνόδου. Είναι
δε γνωσ το ότι με την λέξι «όρος» Οικουμενικής Συνόδου απεκαλούντο συνήθως οι
βασικές, δογματικές αποφάσεις των Συνόδων αυτών. Θα πρέπει επίσης να
επισημάνουμε ότι το ζήτημα περί του κοινού εορτασμού του πάσχα ήταν το δεύτερο
σε σπουδαιότητα ζήτημα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου (μετά το ζήτημα της θεότητος
του Ιησού) και συζητήθηκε «παυσαμένης της επί τω δόγματι ζητήσεως»240, δηλαδή μετά από την
καταδίκη τής αρειανικής αιρέσεως.
Γιά τους Πατέρας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου το ζήτημα του καθορισμού
της εορτής του πάσχα δεν ήταν ένα απλό ημερολογιακό ζήτημα, αλλά αναμφίβολα ένα
ζήτημα πίστεως. Οι Πατέρες, όπως και οι άγιοι Απόστολοι, «ηθέλησαν να τονίσουν
με τον Όρο του μη συνεορτασμού του Πάσχα Εβραίων και Χριστιανών την διαφορά των
δύο Πάσχα, διαφορά ουσιώδη και δογματικού χαρακτήρα... Ο συνεορτασμός λοιπόν
του Πάσχα Εβραίων και Χριστιανών αποκλείσθηκε “φύσει και θέσει”, γιατί υπάρχει
μεταξύ τους άλλη πίστη, αλλοδοξία και ετεροδοξία, εξαιτίας των οποίων ο
συνεορτασμός είναι απευκταίος και όχι ευκταίος, όσο οι Εβραίοι απιστούν στον
Αναστάντα Χριστό»241.
Την σπουδαιότητα του ζητήματος του εορτασμού του πάσχα αποδεικνύουν
επίσης και τα αυστηρά επιτίμια του α΄ κανόνος της Συνόδου της Αντιοχείας (341),
η οποία χαρακτηρίζει «αλλοτρίους»242 της Εκκλησίας τους παραβάτας του όρου της Α΄ Οικουμενικής
Συνόδου.
Πράγματι, όσοι έδειξαν απείθεια στις αποφάσεις της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου (Τεσσαρεσκαιδεκατίται), αποσχίσθηκαν από το σώμα της Εκκλησίας
και απετέλεσαν ανεξάρτητες, εκκλησιαστικές κοινότητες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος (381)
κατέτασσε τους Τεσσαρεσκαιδεκατίτας στούς αιρετικούς243. Όπως όμως προαναφέραμε,
το 1924 η Εκκλησία της Ελλάδος δεν αποδέχθηκε το γρηγοριανό ημερολόγιο ούτε
τροποποίησε το πασχάλιο.
Η διόρθωσις του ημερολογίου το 1924 δεν έχει καμμία σχέσι
με την απείθεια των Τεσσαρεσκαιδεκατιτών προς την Εκκλησία και συνεπώς η
Εκκλησία της Ελλάδος δεν αθέτησε ούτε τις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου
ούτε της Συνόδου της Αντιοχείας, αλλά ούτε και των Ορθοδόξων Συνόδων του ιστ΄
αιώνος.
Οι Γ.Ο.Χ. βέβαια συνηθίζουν να κατηγορούν την Εκκλησία της Φινλανδίας,
η οποία εδώ και ογδόντα έτη244 «ακολουθεί τους Φράγγους και στον εορτασμό του πάσχα»245. Γνωρίζουμε πράγματι,
ότι ο εορτασμός του πάσχα κατά το γρηγοριανό πασχάλιο από τις τρείς μικρές
επισκοπές της Εκκλησίας της Φινλανδίας σκανδαλίζει τους Ορθοδόξους πιστούς.
Είναι όμως σίγουρο ότι η αντικανονική αυτή πράξις, την οποία κατ᾿ ανάγκη
ανέχονται οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, δεν είναι δυνατόν να αποτελέση σοβαρή
δικαιολογία των Γ.Ο.Χ. για την απόσχισί τους από το σώμα της Εκκλησίας.
Η επίκλησις λοιπόν από τους Γ.Ο.Χ. των καταδικαστικών
αποφάσεων τών Συνόδων του ιστ΄ αιώνος είναι μάλλον άστοχη και άδικη. Πολύ περισσότερο
άδικη είναι η επίκλησις συγκεκριμένων δήθεν αναθεματισμών τών ανωτέρω Συνόδων,
καθώς οι αναθεματισμοί αυτοί δεν είναι τίποτε άλλο, παρά προϊόν μιάς τολμηρής
και άνευ προηγουμένου πλαστογραφίας. Άς δούμε όμως το ζήτημα αναλυτικά.
***
Σημ. "Συγχώρησης": Ο αδελφός ΓΟΧ που απαντά με ευγένεια και αξιοπρέπεια στα ανωτέρω στο ιστολόγιο Ορθόδοξη Μαρτυρία, αντιτάσσει στο θέμα του πασχαλίου τα εξής:
Ως προς το Πασχάλιο θαυμάζουμε το μέγεθος της υποκρισίας των
νεωτεριστών. Από τη μία και για να καθησυχάσουν τις φωνές διαμαρτυρίας
ισχυρίζονται ότι δεν άλλαξαν το Πασχάλιο, από την άλλη όμως θεωρούν
απαραίτητη μελλοντικά την αλλαγή του Πασχαλίου για να συμβαδίζει δήθεν
με το πνεύμα των κανόνων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, και με την
πραγματική ισημερία.
Ακολουθεί κείμενο του Σεβαστού Κυμινήτη, που εξηγεί ότι η Ορθοδοξία παρέμεινε στις διατάξεις της Α΄ Οικ. Συνόδου και δεν υιοθέτησε το ημερολογιακά ακριβέστερο ως προς την ισημερία παπικό πασχάλιο.Και παρακάτω:
Μήπως τελικά ο σκοπός τους ήταν ο συνεορτασμός των εορτών, κινητών και ακινήτων, με τους Δυτικούς, ως πρώτο βήμα και απαραίτητη προϋπόθεση για την «ένωση των εκκλησιών»; Βεβαιότατα! Και προς απόδειξη αυτού παραθέτω ενδεικτικά τα εξής στοιχεία στον καλοπροαίρετο αναγνώστη:
α) Από την Πατριαρχική Εγκύκλιο του 1920. Η προσέγγιση των Εκκλησιών θα γίνει «διά της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών».
β)
Από την Πατριαρχική επιτροπή του 1922. Το μέλος της επιτροπής καθηγητής
Γ. Λιαννόπουλος απέδειξε ότι εκ των τριών ηλιακών ημερολογίων, το
Ιουλιανό και το Περσικό είναι ανώτερα του Γρηγοριανού. Αυτή η
επιστημονική γνώμη μάλλον δεν εξυπηρετούσε όμως τον σκοπό ο οποίος ήταν
ο κοινός εορτασμός, όπως προείπαμε, τόσο στις ακίνητες, όσο και στις
κινητές εορτές, δηλαδή στο Πασχάλιο. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να
γίνει χωρίς αντίδραση η παραδοχή του
Γρηγοριανού Πασχαλίου, συζητήθηκε και η μονιμοποίηση της εορτής του
Πάσχα (να γίνει δηλαδή ακίνητη εορτή), για την οποία ο Βιζύης Άνθιμος
γνωμοδότησε (Νέος Ποιμήν, 1922, τ. 3-4-5, σελ. 234-236): «Η προτεινόμενη μονιμοποίησις της εορτής του θείου Πάσχα σκοπούσα αναμφισβήτως το μεν εις την επίτευξιν της ταυτοχρόνου παρά πάντων των χριστιανικών λαών πανηγύρεως
της μεγίστης ταύτης του Χριστιανισμού εορτής και των εξ αυτής
εξαρτωμένων εορτών, το δε την άρσιν των υφισταμένων διά την εύρεσιν της
εορτής ταύτης δυσχερειών και τον καθορισμόν αυτής εν ωρισμένη ημέρα
του μηνός είναι ομολογουμένως σκόπιμος και επωφελής. Από οποιασδήποτε
δε απόψεως, είτε εκκλησιαστικής, είτε κοινωνικής και αν εξετασθήσήμερον η προκειμένη πρότασις, ουδείς δύναται να διαμφισβητήση ότι αύτη αποτελεί διά
την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν μέρος του όλου Ημερολογιακού αυτής
ζητήματος· καθόσον από εκκλησιαστικής απόψεως εξεταζομένη, είναι
πρόδηλον ότι δεν δύναται και εν περιπτώσει πραγματώσεως αυτής να
συντελέση εις την επίτευξιν του επιδιωκομένου δι’ αυτής σκοπού, εφ’
όσον η μεν ημετέρα Εκκλησία έχει εν χρήσει το Ιουλιακόν ημερολόγιον, αι
δε Εκκλησία της Δύσεως το Γρηγοριανόν. Δι’ ο και κατ’ ανάγκην
επιβάλλεται πρωτίστως η ενέργεια περί της ταυτότητος του Ημερολογίου και
είτα να επακολουθήση η σκέψις περί μονιμοποιήσεως του Πάσχα».
γ) Από το «Πανορθόδοξο» Συνέδριο του 1923. «Η
ανάγκη του ταυτοχρόνου εορτασμού των μεγάλων χριστιανικών εορτών, των
Χριστουγέννων και του Πάσχα, υπό πάντων των χριστιανών, τονίζεται
ιδιαιτέρως και εν τη προς τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας προσκλήσει του
Οικουμενικού Πατριαρχείου εις την παρούσαν Διορθόδοξον Επιτροπήν» (Πρακτικά, σελ. 56). «Άλλος
επί πλέον λόγος προς άμεσον προσαρμογήν και του Πασχαλίου είναι η
μεγάλη ηθική σημασία και εντύπωσις, ην θα παραγάγη εις όλον τον
πεπολιτισμένον κόσμον η διά της αβιάστου πρωτοβουλίας ταύτης της
Ορθοδόξου Εκκλησίας προσέγγισις των δύο χριστιανικών κόσμων της
Ανατολής και της Δύσεως εν τω εορτασμώ των μεγάλων χριστιανικών εορτών» (σελ. 57).
δ)
Η στάση της παπικής εκκλησίας. Ένα περιστατικό δείχνει ξεκάθαρα τη
θετική στάση και της παπικής εκκλησίας απέναντι στον ταυτόχρονο
εορτασμό. Όταν η «Κοινωνία των Εθνών» πρότεινε νέο ημερολόγιο (ακόμη πιο νέο δηλαδή και πιο ακριβές) κοινό για όλο τον κόσμο, η παπική εκκλησία απάντησε ότι δέχεται αυτό, «αν δεχθή τούτο και η Ανατολική Εκκλησία» (ΣΚΡΙΠ 17-1-1924).
Ξαναλέω
όλα τα υπόλοιπα περί κοινωνικών ή επιστημονικών λόγων, αποδεικνύονται
από την μελέτη της ιστορίας, σοφίσματα και ουσιαστικά στάχτη στα μάτια
των Ορθοδόξων που αγωνιούσαν. Η μεγαλύτερη
λοιπόν αδυναμία της ημερολογιακής μεταρρύθμισης ήταν ότι αυτή δίχασε
τους Ορθοδόξους χάριν της ενώσεως με τους ετεροδόξους.
Ακόμη κι αν υπήρχε σχέδιο αλλαγής και του πασχαλίου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε. Το απέτρεψε ο Θεός με άμεση παρέμβαση της χειρός Του; Το απέτρεψαν οι υγιείς δυνάμεις της Ορθοδοξίας, θεία βοηθεία βεβαίως; Πάντως δεν υλοποιήθηκε. Άρα, ό,τι κι αν ελέχθη για το θέμα το 1923 ή 24, κάτι που δεν έγινε δεν αποτελεί λόγο διακοπής της κοινωνίας με το σύνολο της Ορθοδοξίας - και μάλιστα το γεγονός ότι δεν έγινε, κατά τη γνώμη μου, φανερώνει την ύπαρξη και την ισχύ των υγιών δυνάμεων της Εκκλησίας και είναι ένας λόγος να παραμένουμε εντός αυτής και να αγωνιζόμαστε εκ των έσω.
Θεού θέλοντος, θα ακολουθήσει ανάρτηση για τους "αναθεματισμούς" των συνόδων του 16ου αιώνα κατά της αλλαγής του ημερολογίου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
223 Λ. Κτενά, Πίσω απ᾿ ό,τι φαίνεται στο ημερολογιακό, σελ.
54.
224 Α. Δ. Δελήμπαση, Πάσχα Κυρίου, σελ. 566-567.
225 Ιω. Καρμίρη, Τά δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμος
α΄, Αθήναι 1960, σελ. 121.
226 Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος αγάπης, σελ. 538-539.
227 Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος γ΄, § 216, 2, σελ. 125.
228 Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων, Φωνή εξ Αγίου Όρους, Ήτοι
απάντησις εις το βιβλίον του Π.
Θεοκλήτου Διονυσιάτου..., σελ. 16.
229 Θεοδωρήτου ιερομονάχου, Παλαιόν και νέον, σελ. 24.
230 Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδου, Ιστορική και κανονική
θεώρησις του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι, Αθήναι 1982, σελ. 147.
231 Ένθ᾿ ανωτ. σελ. 150-151.
232 Ηλία Αγγελοπούλου, Μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος
Καβουρίδης, σελ. 81.
233 Φ. Βαφείδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος γ΄, § 216, 2,
σελ. 125.
234 Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδου, ένθ᾿ ανωτ. σελ. 24.
235 Σελ. 541-547.
236 Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Έλεγχος παραποιήσεως
συνοδικών πράξεων και πατριαρχικών εγγράφων, εν περιοδικώ Γρηγόριος Παλαμάς,
τεύχος 193, σελ. 68.
237 Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Αγάπης, σελ. 547.
238 P.G.137, 1276BC.
239 Ζηλωτών Αγιορειτών Πατέρων, Φωνή εξ Αγίου Όρους, Ήτοι
απάντησις εις το βιβλίον του Π. Θεοκλήτου Διονυσιάτου..., σελ. 16.
240 Ερμείου Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος α΄,
κεφ. Κα΄, P.G.67, 924B.
241 Νικοδήμου Μπιλάλη, Και αλλαγή Πασχαλίου;, εν εφημερίδι
Ορθόδοξος Τύπος, φύλλο 1162, σελ. 1, 4.
242 P.G.137, 1276C.
243 Κανών ζ΄, P.G.137, 344A.
244 Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ημερολογιτικών κατηγοριών
έλεγχος, σελ. 14.
245 Νικολάου Δημαρά, Περιοδικό Άγιοι Κολλυβάδες, τεύχος 28,
σελ. 16.